Press "Enter" to skip to content

Η προϊστορία του ποδοσφαίρου

Αυτή τη στιγμή, κάπου σε όλο τον κόσμο μπαίνει ένα γκολ! Εκατομμύρια άλλοι άνθρωποι ασχολούνται με το ποδόσφαιρο, είτε παίζοντας, είτε παρακολουθώντας κάποιον αγώνα, είτε κάνοντας κάτι σχετικό, όπως εγώ τώρα γράφω αυτές τις γραμμές κι εσείς μια άλλη στιγμή τις διαβάζετε. Στα πλαίσια της ημέρας αυτός ο αριθμός δεκαπλασιάζεται, ενώ μερικές ειδικές μέρες, όπως εκείνες τις μαγικές μέρες του τελικού του Μουντιάλ, όλος ο πλανήτης γυρίζει γύρω από μια μπάλα! Δισεκατομμύρια άνθρωποι απ’άκρη σε άκρη σε όλο τον κόσμο απασχολούν ένα μέρος του χρόνου τους με μια δραστηριότητα που φαίνεται να υπήρχε από πάντα. Όμως το ποδόσφαιρο είναι μια ανθρώπινη επινόηση και ως τέτοια δε θα μπορούσε να υπάρχει από πάντα. Από την άλλη, είναι δύσκολο να εντοπίσει κανείς μία και μοναδική ημερομηνία γέννησης, γιατί σε αντίθεση με άλλα σπορ και άλλες δραστηριότητες δεν αποτέλεσε παρθενογένεση. Για να εξετάσει κανείς αυτή την εξέλιξη, προκειμένου να κατανοήσει την εμφάνιση του ποδοσφαίρου μέσα στη ζωή των κοινωνιών μας, χρειάζεται να την ξεκινήσει από τις καταβολές του είδους μας και να φτάσει μέχρι τη γέννηση του παιχνιδιού που γνωρίζουμε σήμερα.

Ανθρώπινη προϊστορία

Στις φυσικές επιστήμες η αρχή του σύμπαντος ορίζεται από το Big Bang, τη μεγάλη έκρηξη, πίσω από την οποία είναι σχεδόν αδύνατο να παρατηρήσουμε χρονικά. Οι διάφορες φιλοσοφικές προσεγγίσεις, καθώς και οι θετικές επιστήμες σε θεωρητικό επίπεδο, προσπαθούν να απαντήσουν στο ερώτημα “τι υπήρχε πριν από την αρχή”. Οι θρησκείες από την άλλη προσφέρουν κάποιες πιο εύκολες και απλοϊκές απαντήσεις, καθώς το πρώτο πράγμα που φρόντισαν να λύσουν ήταν αυτή η “αρχή”.

Αν επιχειρήσει κανείς, λοιπόν, μια εξέταση της ιστορίας των διαφόρων φαινομένων, σε πολλές περιπτώσεις ίσως να ψάξει να ξεκινήσει από μια συγκεκριμένη ημερομηνία, μία συγκεκριμένη στιγμή. Η αντίληψη αυτή αφορά μια συνολικότερη φιλοσοφική αντίληψη της αρχής των πραγμάτων. Είναι αρκετά δύσκολη και μη διαισθητικά εύληπτη έννοια το άπειρο.

Όλα τα παραπάνω ισχύουν από τη δημιουργία του κόσμου μέχρι τη δημιουργία του κάθε φαινομένου, φυσικού ή κοινωνικού. Εξετάζοντας λοιπόν το ποδόσφαιρο ως φαινόμενο αθλητικό και κοινωνικό είναι αναγκαίο να ψάξει κανείς στα βάθη της ιστορικής του ρίζας, όχι από ένα γενικό ενδιαφέρον, αλλά γιατί η αντίληψη αυτής της εξέλιξης, παράλληλα με την εξέλιξη του ανθρωπίνου είδους και των ανθρωπίνων κοινωνιών είναι η λύση στο γρίφο, το κλειδί για να γίνει κατανοητό γιατί το ποδόσφαιρο έχει τη σημερινή μορφή του αλλά και το στοχασμό για το πώς αυτό θα είναι στο μέλλον.

Από τη στιγμή λοιπόν που δεν υπάρχει μια συγκεκριμένη ημερομηνία για αυτή την αρχή του ποδοσφαίρου, είναι αναγκαίο να ξεκινήσει η εξιστόρηση από την προϊστορία του, που δεν έχει σαφή όρια. Η αναζήτησή των ιστορικών δεδομένων και των αιτιών τους φτάνει να ταυτίζεται με την ίδια την προϊστορία του ανθρώπου.

Αναζητώντας τις αιτίες ύπαρξης του αθλητισμού είναι γενικώς αποδεκτό και ίσως ευνόητο γεγονός ότι η εκγύμναση των νεαρών κυρίως ατόμων μιας κοινωνίας βοηθάει στο να μπορούν αυτά να ανταπεξέλθουν στις ανάγκες που υπάρχουν για την επιβίωση σε έναν άγριο κόσμο. Ωστόσο, αν η εκγύμναση αυτή γίνεται πολλές φορές με ένα φυσικό τρόπο, κάτι που συμβαίνει σχεδόν σε όλα τα είδη του ζωικού βασιλείου, αυτό που είναι πιο δύσκολο να κατανοηθεί είναι οι αιτίες εμφάνισης του οργανωμένου ομαδικού παιχνιδιού.

Στις πρώτες ανθρώπινες ομάδες, που μπορούν να χαρακτηριστούν από αγέλες ως κοινωνίες, τα νεαρά μέλη τους μαθαίνουν μέσα από το ομαδικό παιχνίδι να αποκτούν συγχρονισμό και να μπορούν να εκτελούν πιο περίπλοκα σχέδια στις δραστηριότητες που αφορούν την επιβίωση τους. Αν είναι δηλαδή ατομική υπόθεση το να είναι ένα άτομο γρήγορο στο τρέξιμο, προκειμένου να αποφύγει ένα φυσικό εχθρό ή να πιάσει ένα θήραμα, το ομαδικό κυνήγι, το οποίο είναι πολύ πιο αποτελεσματικό γιατί γίνεται με σχέδιο μιας ομάδας, απαιτεί την εμπειρία στην κίνηση με συγχρονισμό. Αυτή η εμπειρία αποκτιέται από τα μέλη της κοινότητας μέσω του ομαδικού παιχνιδιού, όποια μορφή κι αν έχει αυτό, που διαμορφώνεται από μια σειρά παραμέτρων που αφορούν την εποχή μέσα στην ιστορία του είδους, τις κλιματικές συνθήκες και αρκετούς άλλους παράγοντες.

Με την είσοδο στην Ιστορία των ανθρωπίνων κοινωνιών, την εμφάνιση δηλαδή του πολιτισμού, η φυσική άσκηση, είτε ατομική, είτε με τη μορφή ομαδικού παιχνιδιού, αποκτά πιο οργανωμένο χαρακτήρα και αρχίζει να μπαίνει σε παραδοσιακές και -συνήθως – θρησκευτικές βάσεις. Η θρησκεία άλλωστε βοηθούσε να μπαίνουν κανόνες που ήταν χρήσιμοι χωρίς να απαιτεί τη σε βάθος εξήγησή τους σε κάθε μέλος, την ίδια στιγμή που διασφάλιζε την προσήλωση σ’αυτούς και τη διαιώνισή τους.

Οι ανθρώπινες κοινωνίες από ομάδες κυνηγών γίνονται κοινότητες παραγωγών της τροφής, μέσω και τις αγροτικής παραγωγής, αλλά και χρήστες εργαλείων που χρησιμεύουν στην αποτελεσματικότητα στο κυνήγι, κάτι που εξασφαλίζει περισσότερη τροφή. Πέρα από την τροφή, τα εργαλεία με τα οποία δουλεύεται η γη οδηγούν και σε μεγαλύτερα καλλιεργήσιμα κομμάτια γης από όσα είναι απαραίτητα για να τραφεί η κάθε κοινότητα. Αυτό το περίσσευμα, το παραπανίσιο και μη καταναλώσιμο κομμάτι, γεννά την ιδιοκτησία. Η ιδιοκτησία με τη σειρά της γεννά τους πολέμους, τον αλληλοσκοτωμό των μελών του είδους μας, όχι για την επιβίωσή τους, καθώς δεν αφορά κάποιου είδους κανιβαλισμό, αλλά για την ισχυροποίηση του ενός ή του άλλου ατόμου, της μιας ή της άλλης κοινότητας. Ο πόλεμος είναι μία αιτία της συστηματικής οργάνωσης της φυσικής άσκησης, γιατί η συστηματική εκγύμναση των μελών μιας κοινότητας δίνει το απαραίτητο πλεονέκτημα, μαζί με την τεχνολογία και τη στρατηγική, για τη μάχη. Η στρατηγική με τη σειρά της μπορεί να είναι αποτελεσματική όταν η φυσική εκγύμναση συνοδεύεται από ασκήσεις συντονισμένης δράσης των μελών που διεξάγουν τον πόλεμο.

Εξετάζοντας την Ιστορία του κόσμου βρίσκει κανείς ότι οι λογής μικροί και μεγάλοι ή ακόμα και κατά φαντασίαν μεγάλοι δυνάστες, τύρρανοι, δικτάτορες ή και λαοφιλείς ηγέτες, έδιναν βάρος στον αθλητισμό, τη γενικευμένη φυσική άσκηση του πληθυσμού της χώρας ή του τόπου που εξουσίαζαν. Ο σκοπός τους ήταν η ετοιμότητα του πληθυσμού να διεξάγει πόλεμο. Αν και αυτός δεν είναι ο μοναδικός λόγος ύπαρξης του αθλητισμού στις μέρες μας είναι τρομακτικό ότι δεν έχει εκλείψει μέχρι και σήμερα.

Με τον τρόπο αυτό, τα ιερά καθήκοντα των μελών σε διάφορους πολιτισμούς περιέχουν αγωνίσματα που πολλές φορές είναι θρησκευτικές επιδείξεις. Ωστόσο, υπό ιερή σκέπη και αιγίδα εμφανίζονται και οι αθλητικοί αγώνες, οι διαγωνισμοί για την ανάδειξη της κοινότητας που έχει τον πιο ρωμαλέο αθλητή, που είναι εν δυνάμει και ο πιο ρωμαλέος πολεμιστής. Εξετάζοντας την ιστορία των αθλημάτων στην ελληνική αρχαιότητα, με επίκεντρο τους Ολυμπιακούς Αγώνες, παρατηρεί ότι αυτά είναι κυρίως ατομικά και έχουν να κάνουν με κατεξοχήν ατομικές πολεμικές αρετές: το τρέξιμο, η πάλη, το λιθάρι ή το ακόντιο, ως και η ιππασία.

Ωστόσο, τα ομαδικά αθλήματα ή παιχνίδια, καθότι αφορούν το συντονισμό και συγχρονισμό των ομάδων αυτών των ρωμαλέων αθλητών ή πολεμιστών, ακόμα κι αν έχουν αρκετά υποδεέστερο χαρακτήρα μέσα στις διάφορες ιεροτελεστίες, αποτελούν κομμάτι της εκπαίδευσής τους. Ανάμεσα σ’αυτά το ομαδικά παιχνίδια υπάρχουν και παιχνίδια με μπάλα, τα οποία συναντάμε σε πολλούς πολιτισμούς, να υπάρχουν μέσα στο διάβα των αιώνων, μέχρι την τελική κωδικοποίησή τους, σε μια πολύ πιο πρόσφατη εποχή.

Παιχνίδια με μπάλα σε αρχαίους και μεσαιωνικούς πολιτισμούς

Τα παιχνίδια ή οι επιδείξεις δεξιοτεχνίας, όταν αυτές δεν είχαν απαραίτητα ανταγωνιστικό χαρακτήρα και κανονισμούς, τα βρίσκει κανείς να εμφανίζονται σε κάθε γωνιά του πλανήτη. Είναι δύσκολο να επιλέξει ποιο ήταν το πρώτο, γιατί σε κάθε περίπτωση δεν υπάρχει ιστορική συνάφεια και συνέχεια μεταξύ τους. Το ποδόσφαιρο γεννήθηκε στην ευρωπαϊκή ήπειρο, αλλά τα παιχνίδια που προϋπήρχαν στον τόπο του κάθε πολιτισμού έπαιξαν το δικό τους ρόλο για να συνδυαστεί η παράδοση με το νέο εισαγόμενο σπορ. Έτσι, σ’αυτή την αναζήτηση μοιάζει αναγκαίο να παρουσιαστούν πρώτα τα παιχνίδια μακριά από τη Γηραιά Ήπειρο, ώστε στη συνέχεια να παρουσιαστεί η όποια ιστορική συνέχεια υπήρχε στην Ευρώπη για να οδηγήσει στο Αγγλικό σπορ.

Άπω Ανατολή

Σε αντίθεση με τα γραφόμενα της προηγούμενης παραγράφου υπάρχει ένα “ανέκδοτο” στη σύγχρονη ιστορία του ποδοσφαίρου. Αυτό αφορά την επιλογή του πρώην και διαβόητου πλέον προέδρου της FIFA, Sepp Blatter, να ορίσει ως κοιτίδα του ποδοσφαίρου …την Κίνα! Αυτό βεβαίως έγινε σε μια προσπάθεια ανοίγματος στις πολυπληθείς αγορές της Ασίας. Ο Blatter αναφερόταν στο cuju, ένα παιχνίδι που άνθισε στην Κίνα κατά τη δυναστεία των Han, η οποία έχει μια ιστορική έκταση από το 200 πΧ ως το 200 μΧ περίπου. Το Cuju ήταν ένα παιχνίδι που έχει αρκετές ομοιότητες με τα ποδοσφαιρικά παιχνίδια, δεδομένου ότι υπάρχει μπάλα, υπάρχουν τέρματα (όχι απαραίτητα ως κατασκευές, αλλά ως σημείο στο γήπεδο), ενώ το σημαντικότερο απ’όλα, έχει από πολύ νωρίς, από τις πρώτους εκείνους αιώνες της δυναστείας των Han, κωδικοποιημένους κανόνες. Αυτή είναι μια πολύ μεγάλη πρωτιά αν σκεφτεί κανείς πόσο σημαντικό ήταν αυτό το βήμα στη διάδοση των σπορ στο Δυτικό Κόσμο.

Βέβαια, το cuju δεν είχε καμία σχέση με κάποιο σπορ και σίγουρα δεν αποτελούσε κοινωνικό φαινόμενο. Ήταν περισσότερο μια άσκηση και επίδειξη της κινεζικής αριστοκρατίας, καθώς παιζόταν μόνο μέσα σε αυτοκρατορικούς κήπους, μακριά από τον κόσμο και χρειάστηκαν να περάσουν περίπου 1000 χρόνια, μέχρι την κυριαρχία της δυναστείας των Song, ώστε αυτό να αγγίξει όλες τις κοινωνικές τάξεις. Το cuju είναι επίσης ένα παιχνίδι χάρη στο οποίο εφευρέθηκε και εξελίχθηκε η φουσκωτή μπάλα – κυρίως κατά τη δυνστεία των Tang (η οποία κράτησε από τον 14ο ως το 17ο αιώνα). Αυτή ήταν μία τεράστιας σημασίας επινόηση για την εξέλιξη πολλών σπορ, που χάρη στο δρόμο του μεταξιού έφτασε και στο δυτικό κόσμο.

Άλλες μορφές παιχνιδιών με μπάλα στην Άπω Ανατολή είναι το ιαπωνικό Kemari, εμπνευσμένο από το cuju, που αν και περιλαμβάνει τη μπάλα δεν αποτελεί κάποια δραστηριότητα ανταγωνιστικού αθλητισμού, παρά μοιάζει περισσότερο με επιδείξεις δεξιοτεχνίας με τη μπάλα στα πόδια, μια πρακτική που μοιάζει να ταιριάζει περισσότερο στην παραδοσιακή ιαπωνική ιδιοσυγκρασία.

Βόρειοι και Μεσο-αμερικανικοί πολιτισμοί

Η Βόρεια και Κεντρική Αμερική αποτελούν ένα σημείο του κόσμου όπου τα παιχνίδια με τη μπάλα ήταν δεμένα με την εξέλιξη των ντόπιων πολιτισμών. Η παράδοση αυτή αφορά τους μεσοαμερικανικούς πολιτισμούς, που αναφέρονται στην περιοχή που σήμερα βρίσκονται οι χώρες του Μεξικό, Μπελίζ, Γουατεμάλα, Ελ Σαλβαδόρ, καθώς και τμήματα των Ονδούρων, της Νικαράγουα και της Κόστα Ρίκα.

Σ’αυτή την περιοχή αναφέρονται παιχνίδια με μπάλα ως και 3000 χρόνια πριν, από τον πολιτισμό των Ολμέκων, οι οποίοι εισήγαγαν ένα συστατικό το οποίο επίσης χρησίμευσε στην ανάπτυξη και τον σύγχρονων παιχνιδιών. Στην περιοχή εκείνη – καθώς και πιο νότια – παράγεται το καουτσούκ, το οποίο πήρε το όνομά του από τον νοτιοαμερικανικό πολιτισμό των Quechua. Η παραγωγή του καουτσούκ οδήγησε στην επινόηση των λαστιχένιων μπαλών, οι οποίες έχουν τη δυνατότητα αναπήδησης και αποτέλεσαν για πάρα πολλά χρόνια το εσωτερικό της μπάλας σε διάφορα σπορ, ενώ για πολλά σπορ είτε χρησιμοποιείται ακόμα, είτε ουσιαστικά αποτελεί ένα πρόγονο στην εξέλιξη των υλικών που προσφέρουν αντίστοιχες μηχανικές ιδιότητες.

Στα διάφορα μεσοαμερικανικά παιχνίδια έχουν χρησιμοποιηθεί μπάλες με διαμέτρους από περίπου 6 ως 22 εκατοστά (μια μπάλα ποδοσφαίρου έχει διάμετρο 22 με 23 εκατοστά, σύμφωνα με τους κανόνες του παιχνιδιού).

Στη Μέση Αμερική αυτά τα παιχνίδια αποτελούν κυρίως δραστηριότητα στο πλαίσιο ιεροτελεστιών, καθώς συνδέονται με τις τοπικές λατρείες. Ίσως το πιο ακραίο χαρακτηριστικό που τα συνοδεύει είναι ότι στο παιχνίδι των Mayas, το λεγόμενο pok-ta-pok, οι ηττημένοι στο τέλος του αγώνα αποκεφαλίζονται! Η διαφορά αυτού του παιχνιδιού με το μοντέρνο ή μεσαιωνικό ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο βρίσκεται κυρίως στο γεγονός ότι δεν υπάρχει τέρμα, καθώς το παιχνίδι μοιάζει περισσότερο με βόλλευ, το οποίο δεν παίζεται με τα χέρια, παρά με τα πλευρά, και το μέρος των ποδιών από τη μέση ως τα γόνατα.

Τα μεσοαμερικανικά παιχνίδια συνεχίζουν να υπάρχουν ως τις μέρες μας, ως θρησκευτικές δοξασίες, ή απλά παραδοσιακές γιορτές, χωρίς ωστόσο να συνεχίζεται το “έθιμο” του αποκεφαλισμού. Η αρχαιολογική σκαπάνη έχει ανακαλύψει περίπου 1300 γήπεδα τέτοιων παιχνιδιών στην περιοχή, κάτι που αποδεικνύει και την τεράστια εξάπλωση τους.

Αρχαία Ελλάδα – Αρχαία Ρώμη

Η πρώτη γραπτή περιγραφή παιχνιδιού με μπάλα, σίγουρα όσο αφορά το λεγόμενο δυτικό πολιτισμό, δεν αφορά κάποιο συγκεκριμένο σπορ, αλλά μια περιγραφή με τεράστια λογοτεχνική σημασία. Στη Ραψωδία Ζ της Οδύσσειας, ο Οδυσσέας φέρεται να φτάνει σε ένα νησί, ναυαγός, ολόγυμνος σε ένα ακρογιάλι, όπου βλέπει κάποια νεαρά κορίτσια, μεταξύ των οποίων και τη Ναυσικά, να παίζουν με μια μπάλα. Το γεγονός ότι το πρώτο λογοτεχνικό έργο της ιστορίας του πολιτισμού μας περιέχει και την πρώτη αναφορά παιχνιδιού με μπάλα, ενισχύει την αντίληψη ότι η χρήση της ως αντικειμένου για αυτό το σκοπό χάνεται στα βάθη της εμφάνισης των κοινωνιών. Ανάμεσα σε διάφορες ιστορικές “πρωτιές” αυτή είναι εξόχως σημαντική καθώς αποτελεί την πρώτη εμφάνιση της μπάλας στη λογοτεχνία – και περιλαμβάνεται στην Οδύσσεια.

Το “παιχνίδι της Ναυσικάς” δεν έχει καμία σχέση με οργανωμένο σπορ, ωστόσο δεν είναι η μοναδική αναφορά που υπάρχει στην ελληνική αρχαιότητα για παιχνίδια και συγκεκριμένα ομαδικά παιχνίδια, με την αντιπαράθεση δύο ομάδων σ’αυτά και με μπάλα. Δυστυχώς, λόγω του γεγονότος ότι οι Ολυμπιακοί Αγώνες προέκριναν ατομικά αγωνίσματα αναμέτρησης της σωματικής ρώμης – στα οποία αναφέρθηκα και προηγουμένως – είναι πολύ λιγότερα γνωστά για αυτά τα παιχνίδια.

Μία από τις ελάχιστες πηγές που μας δίνουν κάποιες πληροφορίες είναι το “Ονομαστικόν” του Ιούλιου Πολυδεύκη, κάτι σαν λεξικό ή εγκυκλοπαίδεια, που αποτελείται από 10 τόμους και εκδόθηκε το 177 μΧ. Στο έργο του “Ονομαστικόν” αναφέρονται 4 παιχνίδια με μπάλα, η επίσκυρος, η φαινίνδα, η απόρραξις και η ουράνια. Το πιο γνωστό από αυτά τα παιχνίδια είναι η επίσκυρος. Στο παιχνίδι αυτό 2 ομάδες στήνονται αφήνοντας μια ορισμένη απόσταση μεταξύ τους. Στη μέση αυτής της απόστασης χαράζεται με κομμάτι πέτρας μια γραμμή που τη λένε “σκύρον” και πάνω σ’αυτή τοποθετείται η μπάλα. Πίσω από κάθε ομάδα χαράσσονται δυο άλλες γραμμές. Οι ομάδες που έχουν τη μπάλα στην κατοχή τους προσπαθούν να την πετάξουν πίσω από τη γραμμή της άλλης ομάδας. Στην περιγραφή αυτή η γραπτή αναφορά περιγράφει ένα παιχνίδι που έχει σκοπό τη μεταφορά του αντικειμένου, της μπάλας, πίσω από ένα τέρμα. Το γεγονός ότι αυτό το τέρμα δεν είναι εστία, αλλά μια γραμμή σε όλο το πλάτος του περιγραφόμενο αγωνιστικού χώρου, θυμίζει περισσότερο το try στο σημερινό ράγκμπι, ή το touchdown στο αμερικανικό ποδόσφαιρο, όμως χαρακτηρίζει την επινόηση και ύπαρξή του ως τομή στην ιστορία των ποδοσφαιρικών παιχνιδιών.

Ένα άλλο παιχνίδι που αναφέρεται στο ίδιο έργο, η φαινίνδα, ήταν ένα παιχνίδι που περισσότερο σημασία έχει η διατήρηση της κατοχής της μπάλας μέσω της δεξιοτεχνίας, με στοιχεία που μπορεί να θυμίζουν κατά περιπτώσεις και το σημερινό handball. Ωστόσο, μαζί με την απόρραξιν και την ουρανία, η οποία μοιάζει με το παιχνίδι της Ναυσικάς που περιγράφει ο Όμηρος, δεν έχουν το χαρακτηριστικό των αντιπαρατιθέμενων ομάδων. Υπογραμμίζοντας αυτή τη διαφορά, ο Ιούλιος Πολυδεύκης αποκαλεί ως σφαιρομαχία μόνο το παιχνίδι της επίσκυρου ανάμεσα σε όλα τα αναφερθέντα.

Η σημασία ωστόσο της φαινίνδας έχει όμως μια άλλη ιδιαιτερότητα, καθώς λόγω της δεύτερης ή εναλλακτικής ονομασίας της, ως άρπαστον, που αφορά την αρπαγή της μπάλας, εμφανίζεται ως έμπνευση για το ρωμαϊκό παιχνίδι Harpastum, για το οποίο υπάρχουν περισσότερες περιγραφές. Το harpastum, μέσω της εξέλιξης του, καθώς και του γεγονότος ότι η μπάλα άλλαζε χέρια με πάσες και μέσω πολλών προσποιήσεων, θυμίζει αρκετά ένα από τα μοντέρνα λεγόμενα “ποδοσφαιρικά” παιχνίδια, το ράγκμπι.

Μεσαιωνική Ευρώπη

Αν και είναι γνωστή η ύπαρξη οργανωμένου ομαδικού παιχνιδιού στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, υπάρχει μια τεράστια απουσία αναφορών κατά την εποχή του Πρώιμου και Ώριμου ή Κλασικού Μεσαίωνα. Φαίνεται ότι αυτό το περιβάλλον δεν ευνόησε την καταγραφή κοινωνικών και αθλητικών δραστηριοτήτων, όχι μόνο στρατιωτικών και θρησκευτικών, όπως συνέβαινε νωρίτερα, ώστε να καταγραφεί και αυτή η ύπαρξη ενός παιχνιδιού, το οποίο μάλλον υπήρχε με διάφορες μορφές μέσα στους αιώνες, χωρίς όμως να θεωρείται άξιο αναφοράς.

Calcio

Οι πρώτες αναφορές για κάποιο ομαδικό παιχνίδι με μπάλα στην ιταλική χερσόνησο εμφανίζονται ξανά μόνο κατά των Ύστερο Μεσαίωνα, κατά τον 15ο αιώνα. Πρόκειται για μια περίοδο που ακολούθησε τις μεγάλες επιδημίες του 13ου και αποτελεί μια πρώτη εποχή μακράς κοινωνικής προόδου, που οδήγησε στην ανάπτυξη της τεχνολογίας, την ανακάλυψη του μισού κόσμου από τους Ευρωπαίους, αλλά και έβαλε τις βάσεις για το πέρασμα στην Αναγέννηση. Σήμερα η γενική αντίληψη είναι ότι το ποδοσφαιρικό παιχνίδι του ιταλικού Μεσαίωνα, το calcio storico, ή calcio fiorentino, είναι μια εξέλιξη του ρωμαϊκού harpastum.

Το calcio, που είναι μια μορφή πολύ βίαιης πάλης με σκοπό την επίτευξη τερμάτων από δύο αντιπαρατιθέμενες ομάδες, αποτελούσε συστατικό ενότητας της ιταλικής κουλτούρας απέναντι σε λογής βόρειους κατακτητές, όπως για παράδειγμα η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, ένα κράτος που κυρίευσε τη χερσόνησο αλλά χαρακτηριζόταν από τη γερμανική ή γενικότερα τευτονική του ταυτότητα. Την ίδια στιγμή ήταν και σπορ το οποίο φαίνεται να στήριζε η καθολική εκκλησία, καθώς μέσα στα πλαίσιά του έβρισκε τον τρόπο να επηρεάσει τον ντόπιο πληθυσμό, γαλουχώντας μια ξεχωριστή ταυτότητα όσο αυτή έψαχνε να ξανακερδίσει την κυριαρχία στα ιταλικά εδάφη.

Αναπτυσσόμενο μέσα στα αστικά πλαίσια των ιταλικών μεσαιωνικών πόλεων, περισσότερο μάλιστα στη Βόρεια Ιταλία, όπου η πλατεία (piazza) αποτελεί το σημείο συγκέντρωσης του πληθυσμού, αλλά και έδρα της πολιτικής και θρησκευτικής εξουσίας, είχε αγωνιστικό χώρο με συγκεκριμένα όρια, που συνήθως αντιστοιχούσαν στο συγκεκριμένο πολεοδομικό χαρακτηριστικό της κάθε πόλης.

Πέρα από αυτά τα γενικότερα χαρακτηριστικά, ωστόσο, το calcio ήταν ένα παιχνίδι το οποίο αποτελούσε ασχολία των στρατιωτών, καθώς βοηθούσε στην ανάπτυξη της σωματικής τους διάπλασης και των πολεμικών ικανοτήτων τους σε περιόδους ειρήνης, ή πολεμικής ανάπαυλας, ενώ ως χόμπι ήταν κυρίως ένα παιχνίδι που απασχολούσε την αριστοκρατία, καθώς τα φτωχά στρώματα των δουλοπάροικων δύσκολα θα είχαν το χρόνο και την ευκαιρία να ασχοληθούν με κάτι που αφορούσε την ψυχαγωγία και την αναψυχή τους.

Γλωσσολογικά η ύπαρξη αυτού του σπορ είναι σημαντική όσο αφορά και το μοντέρνο ποδόσφαιρο, καθώς η ανάγκη “ιταλοποίησης” των εισαγόμενων πολιτιστικών στοιχείων στην Ιταλία κατά τις αρχές του 20ου αιώνα οδήγησε στην υιοθέτηση αυτής της λέξης για την αντικατάσταση του ξενικού football, που αποτελούσε τον όρο με τον οποίο ήταν γνωστό το άθλημα.

La soule

Πιο βόρεια, στα γαλλικά εδάφη, ένα άλλο αντίστοιχο παιχνίδι παιζόταν την ίδια εποχή, με αντίστοιχα διασπαστικά χαρακτηριστικά, όσο αφορά τις κοινωνικές του προεκτάσεις, απέναντι στην Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Το παιχνίδι La Soule, φέρεται να έχει ξεκινήσει από τις βόρειες περιοχές της Νορμανδίας και της Βρετάνης και ήταν συνήθως ένας ανταγωνισμός δύο ομάδων που εκπροσωπούσαν διαφορετικές ενορίες, μοτίβο που το βρίσκουμε αργότερα και στο βρετανικό ποδόσφαιρο του όχλου. Είναι χαρακτηριστική η μαζικότητά του, αφού αναφέρονται συμμετοχές ανά αγώνα που κυμαίνονται από τους 20 ως 200 παίχτες, ενώ μια συγκεκριμένη αναφορά φτάνει αυτό τον αριθμό και στους 500. Ήταν επίσης χαρακτηριστική η βιαιότητά του, καθώς πρακτικά δεν είχε κανένα κανόνα, ενώ η διάρκειά του ήταν ακαθόριστη, κυριολεκτικά μέχρι τελικής πτώσεως των συμμετεχόντων σε αυτό.

Σε αντίθεση με το ιταλικό calcio, το γαλλικό παιχνίδι είχε ακαθόριστο αγωνιστικό χώρο, καθώς παιζόταν σε αγρούς, πεδία και δάση, με τις αποστάσεις μεταξύ των εστιών να είναι τεράστιες και μέσα στο πεδίο του παιχνιδιού να περιλαμβάνονται πολλά μορφολογικά στοιχεία όπως ποταμοί και ρυάκια. Το επίκεντρο της δραστηριότητας, η μπάλα, ήταν μια φουσκωμένη κύστη γουρουνιού και είναι χαρακτηριστικό ότι το αντικείμενο αυτό είχε συμβολισμό, καθώς θεωρούνταν ότι αντιπροσωπεύει τον ήλιο, κάτι που αντανακλάται και στην ονομασία του αγωνίσματος.

Η Soule παιζόταν μέχρι και τις αρχές του 20ου αιώνα σ’αυτές τις τεράστιες αγροτικές περιοχές της γαλλικής επαρχίας και εξαφανίστηκε ουσιαστικά μόνο όταν επικράτησε και έγινε λαοφιλής η συμμετοχή και η παρακολούθηση στα μοντέρνα ποδοσφαιρικά παιχνίδια, καθώς και άλλα μοντέρνα σπορ που προσέλκυσαν το ενδιαφέρον στη Γαλλία, είτε ως ασχολίες της αστικής τάξης, είτε ως αποτελέσματα της τεχνολογικής ανάπτυξης, όπως για παράδειγμα η ποδηλασία.

Το football στη Μεγάλη Βρετανία

Η γαλλική εκδοχή του ποδοσφαιρικού προγόνου, ωστόσο, μοιάζει περισσότερο με την αντίστοιχη βρετανική, από την οποία υπάρχει και ευθεία συνέχεια όσο αφορά την εξέλιξη του παιχνιδιού που γέννησε το μοντέρνο σπορ.

Μεσαιωνικό ποδόσφαιρο – το παιχνίδι των χωρικών

Η μετάδοση των ομαδικών παιχνιδιών και η εισαγωγή τους στη Βρετανία δεν είναι γνωστή με κάθε λεπτομέρεια, κάτι που ισχύει για πολλές μεταδιδόμενες κοινωνικές δραστηριότητες του Μεσαίωνα. Το γεγονός ότι αυτές οι δραστηριότητες θεωρούνταν ήσσονος σημασίας σε σχέση με την πολιτική και στρατιωτική, ακόμα και τη θρησκευτική, ιστορία, έχει ως αποτέλεσμα να υπάρχουν πολύ λιγότερες σχετικές γραπτές αναφορές. Έτσι, ενώ υπάρχουν κάποιες διάσπαρτες αναφορές για τη χρήση μπάλας που εξυπηρετεί την αναψυχή, δεν υπάρχουν πολύ συγκεκριμένες πληροφορίες για τον τρόπο που ήταν οργανωμένα αυτά τα παιχνίδια. Είναι γνωστό πάντως ότι ήταν βίαια, καθώς αναφέρονται θάνατοι κατά τη διάρκεια διεξαγωγής τους.

Η βιαιότητα του παιχνιδιού ήταν και ένας λόγος που απαγορεύτηκε σε πάρα πολλές περιπτώσεις. Θα ήταν δύσκολο να ισχυριστεί κανείς ότι ο λόγος απαγόρευσης ήταν η έγνοια των βασιλιάδων και υψηλών ευγενών για την ασφάλεια της ζωής των υπηκόων και υποτακτικών τους. Στην ουσία αυτές οι άρχουσες τάξεις ανησυχούσαν για τη ζημιά που έκανε στον αξιόμαχο πληθυσμό η διεξαγωγή του παιχνιδιού. Ο πρώτος νόμος απαγόρευσης του ποδοσφαίρου ήταν ένα διάταγμα του Εδουάρδου του Β’, το 1314, που αφορούσε την απαγόρευση του στο Λονδίνο, ο οποίος προέβλεπε και τη φυλάκιση των επίδοξων ποδοσφαιριστών.

Αν όμως τα παιχνίδια με μπάλα στη γλώσσα του Ομήρου βρίσκουν την πρώτη τους αναφορά από τον ίδιο τον Όμηρο, κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και στη γλώσσα του Shakespeare, όπου ο βρετανός θεατρικός συγγραφέας μεταφέρει λίγο από το κλίμα της εποχής του, καθώς στο Βασιλιά Ληρ που γράφτηκε περί το 1605-1606, παρουσιάζει τη λέξη “ποδοσφαιριστής” ως βρισιά.

Το μεσαιωνικό ποδόσφαιρο, ή το ποδόσφαιρο του όχλου (mob football) εκείνων των αιώνων στη Βρετανία επηρέασε την εξέλιξη και ουσιαστικά οδήγησε στη γέννηση του σύγχρονου παιχνιδιού. Η πρώτη αναφορά του τρόπου παιχνιδιού είναι πολύ μεταγενέστερη όλων αυτών των καταγραφών των απαγορεύσεων. Αυτή χρονολογείται στα τέλη του 15ου αιώνα όταν ένα παιχνίδι αναφέρεται ότι διεξάγεται στο Cawston του Nottinghamshire. Σ’αυτό οι συμμετέχοντες κλωτσάνε και ελέγχουν μια τεράστια μπάλα περισσότερο με τα πόδια τους, παρά με τα χέρια τους. Στη μεσαιωνική Αγγλία η μπάλα αποτελεί συνήθως μια φουσκωμένη κύστη γουρουνιού, γεγονός που έκανε το σχήμα και το μέγεθός της ακανόνιστα.

Από τον 16ο αιώνα και ύστερα, αρχίζουν να υπάρχουν γραπτές αναφορές αποδοχής του παιχνιδιού, ακόμα κι αν οι απαγορεύσεις κατά καιρούς συνεχίζονται. Καθώς τις αναφορές αυτές δεν τις άφησαν οι χωρικοί που δεν ήξεραν γραφή κι ανάγνωση, φαίνεται ότι υπάρχει μια σταδιακή αποδοχή από τα υψηλότερα και μορφωμένα κοινωνικά στρώματα, ακόμα και από τον κλήρο που αποτελεί εξουσία της εποχής. Ιδιαίτερης σημασία γεγονός είναι ότι ο ίδιος ο βασιλιάς Ερρίκος ο 8ος φέρεται να έχει στην γκαρνταρόμπα του ένα ζευγάρι παπούτσια γι’αυτή τη δραστηριότητα.

Αυτή η μεταβολή έχει πολιτικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά. Η κάθε εξουσία αντιλαμβάνεται ότι η φυσική άσκηση των χωρικών, με κοινωνικά μάλιστα χαρακτηριστικά, καθώς τα παιχνίδια αυτά έχουν μαζική συμμετοχή, συμβάλει στην εκγύμναση των φτωχών μαζών. Την ίδια στιγμή αυτή διεξάγεται σε ωράρια που το παιχνίδι ουσιαστικά αντικαθιστά την κατανάλωση αλκοόλ, η οποία με τη σειρά της έχει αρνητικές επιπτώσεις στην παραγωγικότητα. Αυτό το δίπολο της ύπαρξης του μαζικού αθλητισμού και της κοινωνικοποίησης μέσω του ποδοσφαίρου, με την κατανάλωση αλκοόλ, είναι ένα επαναλαμβανόμενο ιστορικό μοτίβο που αφορά πολλές διαφορετικές κοινωνίες. Το αλκοόλ ουσιαστικά λειτουργούσε ως καταπραϋντικός παράγοντας για τους υπερεκμεταλλευόμενους εργάτες γης, με τις αρνητικές προφανώς επιπτώσεις της αλόγιστης κατανάλωσής του. Έτσι, αποτελούσε θετική εξέλιξη για τις άρχουσες τάξης η επινόηση μιας ασχολίας που να έχει το ίδιο θετικό αντίκτυπο στην ηθική κατάσταση των εργαζόμενων τάξεων, χωρίς τις αρνητικές επιπτώσεις στην παραγωγικότητά τους.

Με αυτό τον τρόπο το ποδοσφαιρικό παιχνίδι έγινε κοινωνική ασχολία αιώνων στη Βρετανία και ήρθε στο επίκεντρο της ζωής των χωριών. Με τα χρόνια οι ιστορικές αναφορές γίνονται όλο και περισσότερες παρέχοντας πληροφορίες για το πώς παιζόταν το παιχνίδι, αλλά και το σκοπό του. Ουσιαστικά τα δύο τέρματα, όχι με τη μορφή της εστίας, ήταν δομές στα αντίπαλα χωριά. Συνήθως αποτελούνταν από συγκεκριμένα κτίσματα, όπως εκκλησίες όταν ο αγώνας ήταν ανάμεσα σε ενορίες, ή μεγάλους μύλους, γύρω από τους οποίους ήταν συγκεντρωμένη η παραγωγή της κάθε κοινωνίας, ή ακόμα και κάποιο όριο του κάθε οικισμού.

Παρά τη μαζικότητα των παιχνιδιών δεν έπαιρναν σ’αυτά μέρος όλοι. Οι πιο ρωμαλέοι συνήθως βρίσκονταν σ’αυτούς τους πρωτότυπους αγωνιστικούς χώρους, που μπορεί να εκτείνονταν σε τεράστιες ακόμα και άγριες εκτάσεις. Εκείνοι που δε συμμετείχαν ως παίχτες, συμμετείχαν ως θεατές. Μέσα από εκείνο το παιχνίδι και την ταυτότητα των ομάδων, που συνδέονταν με μια ενορία, ένα χωριό, έναν οικισμό κλπ, δημιουργούνταν και η αντίστοιχη οπαδική βάση από τους ανθρώπους που τους ένωνε το ίδιο χαρακτηριστικό, της προέλευσης. Η ταυτότητα της αγωνιζόμενης ομάδας και η κοινή ταυτότητα παιχτών και οπαδών είναι ένα από τα στοιχεία που γεννήθηκαν σ’εκείνο το μεσαιωνικό παιχνίδι και αποτελούν ίσως μία από τις πιο σημαντικές παραμέτρους που οδήγησαν και στο μοντέρνο στάτους του σπορ, ως κοινωνικού φαινομένου.

Η υιοθέτηση από τα κολλέγια

Στην προβιομηχανική εποχή της Βρετανίας, τα παιχνίδια παίζονται σε μεγάλες εκτάσεις, μεταξύ χωριών, μεταξύ εκκλησιών, χωρίς ορισμένο αγωνιστικό χώρο, ούτε με την έννοια που τον ξέρουμε σήμερα, ούτε και με την έννοια που υπήρχε ήδη σε παλιότερα παιχνίδια που αναφέρονται από την αρχαιότητα. Ο τρόπος παιχνιδιού, που μοιάζει με έναν “ειρηνικό πόλεμο”, ελκύει κυρίως νέους ανδρες και έφηβους, καθώς αποτελεί μια από τις λίγες δραστηριότητες που επιτρέπουν την έκκριση τόσης αδρεναλίνης, χωρίς τόσο μεγάλο τον κίνδυνο του θανάτου, σε σχέση με τον πόλεμο ή άλλες επικίνδυνες ασχολίες. Για παράδειγμα το μεσαιωνικό football ήταν σίγουρα μια αρκετά πιο ασφαλής επιλογή από τις ξιφομαχίες ή άλλου είδους μονομαχίες.

Επιπροσθέτως, το σπορ εκείνο είχε ήδη ένα χαρακτηριστικό που βοήθησε και το μοντέρνο ποδόσφαιρο αργότερα να εξαπλωθεί πλατιά. Δε χρειαζόταν πολύ και περίπλοκο εξοπλισμό για να παιχτεί, ουσιαστικά χρειαζόταν μόνο μία μπάλα, ή ένα αντικείμενο που την προσομοίαζε. Δε χρειαζόταν άλογα, ξίφη, ακόντια, μπαστούνια, ή κράνη… Αυτή η απλότητα του σπορ βοήθησε στο να το αγκαλιάσουν οι νεαροί μαθητές των public schools, που αναφέρονται και ως κολλέγια, οι οποίοι το έσκαγαν από το σχολικό χώρο προκειμένου να βρουν κάποια δασική έκταση για να παίξουν το αγαπημένο τους παιχνίδι. Αυτή η δραστηριότητά τους οδήγησε στην εμφάνιση ενός άλλου προβλήματος όμως, καθώς η βιαιότητα ενός παιχνιδιού που δεν είχε συγκεκριμένους κανόνες, περιείχε τη φυσική επαφή και φυσικά δεν είχε διαιτητή, οδηγούσε σε συχνούς τραυματισμούς των μαθητών και σε ένα γενικότερο σχολικό χάος, κάτι που δεν ήταν συμβατό με τα χαρακτηριστικά της τάξης αυτών των προνομιούχων μαθητών.

Οι διευθύνσεις των σχολείων αυτών δεν άργησαν να καταλάβουν ότι ένας τρόπος για να αποτρέψουν τους μαθητές από το να το σκάνε για να παίξουν μακριά από το σχολείο και να τραυματίζονται κατά τη διάρκεια αυτής της βάρβαρης συνήθειας, ήταν να θέσουν το πλαίσιο αυτής, καθώς και να διαμορφώσουν το χώρο που θα διεξάγεται εντός του σχολείου αλλά και του σχολικού προγράμματος. Αυτή η αλλαγή στάσης δεν έγινε παντού ταυτόχρονα, μερικά σχολεία την ξεκίνησαν και μέσα στους αιώνες αυτή η συνήθεια εξαπλώθηκε.

Πρωτοπόρο σ’αυτή την υπόθεση φαίνεται πως ήταν το κολλέγιο του Eton, για το οποίο υπάρχει αναφορά, τουλάχιστον από το έτος 1519, που περιλαμβάνει τη διεξαγωγή ποδοσφαιρικών παιχνιδιών εντός των τειχών του. Η λέξη που χρησιμοποιείται για αυτό το σπορ στα κολλέγια του 16ου αιώνα είναι football, κι ενώ αυτή η λέξη φαίνεται να ταιριάζει με τις περιγραφές και με το παιχνίδι που παίζεται μόνο με τα πόδια, με κλωτσιές και ντριμπλάρισμα της μπάλας, αυτός ο τρόπος παιξίματος δεν αφορούσε όλα τα παιχνίδια όλων των κολλεγίων, ενώ σίγουρα δεν αφορούσε το παιχνίδι των χωρικών, όπου επιτρεπόταν και η χρήση των χεριών ανάμεσα στα υπόλοιπα μέρη του σώματος.

Μέχρι το σημείο, ωστόσο, που η φυσική αγωγή και γενικότερα η άσκηση θεωρείται κομμάτι του αναγκαίου curriculum για την ουσιαστική και πολύπλευρη μόρφωση των μαθητών, πέρασαν αιώνες. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε πολλά σχολεία υπάρχουν αναφορές ότι η ενθάρρυνση ενασχόλησης με τα ποδοσφαιρικά παιχνίδια γινόταν με σκοπό να αποθαρρύνεται …ο αυνανισμός, που αποτελούσε τεράστιο “ατόπημα” για τα ήθη της εποχής.

Το πιο σημαντικό ιστορικό στοιχείο, ωστόσο, είναι ότι δεν υπάρχει ένα μοναδικό και ενιαίο παιχνίδι. Υπάρχουν επινοήσεις κανόνων, οι οποίοι συνεχώς εξελίσσονται ξεχωριστά σε κάθε κολλέγιο. Το κάθε σχολείο έχει την αυλή του, που έχει συγκεκριμένη έκταση, και δημιουργεί την παράδοση του δικού του παιχνιδιού. Σε άλλα σχολεία ενθαρρύνεται η χρήση της μπάλας με τα χέρια και η μάχη σώμα με σώμα, κάτι που μοιάζει περισσότερο με το μεσαιωνικό παιχνίδι των χωρικών, ενώ σε άλλα η σωματική επαφή και η επαφή οποιουδήποτε μέρους του σώματος ή του ιματισμού με το έδαφος θεωρείται μη πρέπουσα και για το λόγο αυτό προκρίνεται το kickers’ and dribbling game, όπου η μπάλα χειρίζεται σχεδόν αποκλειστικά με τα πόδια.

Τα παιχνίδια αυτά είναι στοιχείο της ταυτότητας του κάθε κολλεγίου και σε πολλές περιπτώσεις διατηρούνται μέχρι τις μέρες μας, περισσότερο ως μουσειακό είδος. Είναι όμως ένα συνυφασμένο φαινόμενο με την ύπαρξη της σχολικής δομής, μαζί με το έμβλημα της, το σύνθημα της και άλλα σύμβολα.

Κώδικες τιμής και ιδιοσυγκρασία των παιχνιδιών εντός των κολλεγίων

Η ανάπτυξη των ποδοσφαιρικών παιχνιδιών στα κολλέγια δεν αφορούσε μόνο τη φυσική αγωγή με τη στενή έννοια. Αν και το γεγονός ότι αυτή αποτελούσε πλέον βασικό μάθημα ανάμεσα στα υπόλοιπα που είχαν βεβαίως πολύ μεγαλύτερο κύρος, ως κατεξοχήν πνευματικές δραστηριότητες, η ανάπτυξη των ομαδικών παιχνιδιών αφορούσε και τη σωματική αλλά και την πνευματική ανάπτυξη των νεαρών προσωπικοτήτων των μαθητών. Στη βάση της ύπαρξης των ομαδικών παιχνιδιών, δηλαδή της λειτουργίας μέσα στην ομάδα, της προσπάθειας για την επίτευξη του κοινού στόχου, της αυτοθυσίας για τον διπλανό, τα παιχνίδια αυτά προσέφεραν σε μία περίοδο αναδιαμόρφωσης του πολιτικού χάρτη στης Ευρώπης μία καινοτομία τεράστιας σημασίας για τη Βρετανική Αυτοκρατορία. Είναι χαρακτηριστική η φράση του Δούκα του Wellington, που έλεγε ότι “η μάχη του Βατερλώ κερδήθηκε στα γήπεδα του Eton”, καθώς ήταν και ο ίδιος απόφοιτος του ξακουστού κολλεγίου.

Η σωστή αντιμετώπιση του πνεύματος του παιχνιδιού, ο σεβασμός του αντίπαλου, η διάκριση μέσα από την προσφορά για την ομάδα αποτελούσαν ζητήματα “τιμής” για τους νεαρούς μαθητές που συνήθως σε αυτά τα σχολεία είχαν σκοπό να διαμορφώσουν ένα χαρακτήρα που θα τους βοηθήσει να αναλάβουν αργότερα τα ηγετικά καθήκοντα τα οποία συνήθως κληρονομούσαν. Μέσα σ’αυτούς τους κώδικες τιμής συμπεριλαμβανόταν και ο σεβασμός στο διαιτητή, καθώς αποτελούσε ένα πρόσωπο που χωρίς αυτό δε θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί καμία αναμέτρηση. Ο διαιτητής ουσιαστικά εξασφάλιζε την απόλαυση του παιχνιδιού, αφού οι αθλητές των ομάδων χρειαζόταν να συγκεντρωθούν στα ανταγωνιστικά τους καθήκοντα και όχι στην εποπτεία της αναμέτρησης και την αντιπαράθεση επί της εφαρμογής των κανονισμών. Ωστόσο, πέρα από την πρακτική σημασία αυτής της αντίληψης, μπορεί κανείς να βρει και μια “σωκρατική” ιδεολογική αντιμετώπιση των κανόνων. Δεδομένου ότι αυτοί οι μαθητές επωφελούνταν από τους κανόνες με τους οποίους λειτουργούσε η κοινωνία της εποχής, έπρεπε σ’αυτά τα σχολεία να μάθουν πώς θα προστατεύουν αυτούς τους κανόνες, που αποτελούν ουσιαστικά τα προνόμιά τους. Το γεγονός ότι οι κανόνες της κοινωνίας μέσα στην οποία παίζεται το ποδόσφαιρο δεν αποτελούν ισχύ, αλλά περιορισμό των αθλούμενων, όταν πολύ αργότερα σ’αυτό συμμετέχουν περισσότερο τα λαϊκά στρώματα, είναι και ο λόγος που η ένταση πάνω στη διαφωνία επί της εφαρμογής των κανονισμών γίνεται χαρακτηριστικό κομμάτι του παιχνιδιού.

Μ’αυτό το πλαίσιο το κάθε κολλέγιο μπορούσε να παρουσιάσει το παιχνίδι του, με όλα τα χαρακτηριστικά του, ως συστατικό της αποστολής του και της αποτελεσματικότητας στην επιμόρφωση των μαθητών του. Οι κανονισμοί του παιχνιδιού του γίνονταν αντικείμενο διαφήμισης και αντανάκλασης του κύρους του κάθε σχολείου, έπρεπε να ταιριάζουν στην ταξική προέλευση των μαθητών του και στις απαιτήσεις των οικογενειών τους. Για το λόγο αυτό δεν έμοιαζε να υπάρχει και κάποιος ιδιαίτερος λόγος ώστε να ενοποιηθεί το παιχνίδι σε ένα κοινό σετ κανονισμών. Μάλλον ίσχυε το ακριβώς αντίθετο.

Η αναζήτηση κοινών κανονισμών

Κατά τα μέσα του 19ου αιώνα υπάρχει ένας κατακερματισμός όσο αφορά τους αποδεκτούς κανονισμούς του παιχνιδιού, ή των παιχνιδιών, καθώς ουσιαστικά ο τρόπος που διεξάγεται το παιχνίδι σε κάθε κολλέγιο αλλάζει δραστικά τη φυσιογνωμία του. Οι παραλλαγές των κανονισμών δεν ήταν εντελώς τυχαίες. Η συνολική εξέτασή τους είναι ικανή να αναδείξει χαρακτηριστικά που συνδέουν το κάθε παιχνίδι με τα ταξικά χαρακτηριστικά των μαθητών του κάθε σχολείου, κυρίως όσο αφορά τη σωματική επαφή και το παίξιμο με τα πόδια ή (και) με τα χέρια.

Εκείνη την περίοδο η συμφωνία επί των κανονισμών για κάθε αγώνα γινόταν μεταξύ των 2 αρχηγών των ομάδων και του διαιτητή. Οι κανονισμοί αυτοί, προφανώς, αφορούσαν μόνο μία αναμέτρηση και ήταν πολύ πιθανό να μην ξαναδιεξαχθεί κανένας αγώνας με το ίδιο σετ κανόνων. Έτσι, εντός των κολλεγίων, μέσα και από την πρακτική ανάγκη της απλοποίησης των διαδικασιών και βελτίωσης της προετοιμασίας για τον κάθε αγώνα, γίνεται αντιληπτή η χρησιμότητα τουλάχιστον μέρος των κανονισμών να αποκτήσει ενιαία μορφή. Για να συμβεί, ωστόσο, κάτι τέτοιο, πρέπει να υπάρξει η βάση πάνω στο τι είναι και τι δεν είναι αποδεκτό, κάτι που αποτέλεσε περισσότερο βάση αντιπαράθεσης παρά σύγκλισης για πολλές δεκαετίες. Η προσδοκώμενη ενοποίηση των κανονισμών, αποτελούσε ουσιαστικά ένα ποιοτικό άλμα προς τη δημιουργία ενός οικουμενικού σπορ.

Το πρώτο βήμα προς την αποδοχή ενιαίων κανόνων ήταν η κωδικοποίηση των κανονισμών του κάθε κολλεγίου. Υπήρχε δηλαδή η ανάγκη τουλάχιστον σε ενδοσχολικό επίπεδο αυτοί οι κανόνες πέρα από μια γενική παράδοση να γραφτούν και να εξελίσσονται στη βάση ενός τοπικά αποδεκτού κειμένου. Τα χαρακτηριστικά που επιλέγονταν από το κάθε κολλέγιο εξαρτώνταν από διάφορες παραμέτρους. Όσο αφορά το γήπεδο, για παράδειγμα, οι διαστάσεις της αυλής όριζαν και τις διαστάσεις του κωδικοποιημένο πια αγωνιστικού χώρου. Η μπάλα είχε γενικά ακανόνιστο σχήμα, όχι μόνο λόγω της αρχικής της κατασκευής, αλλά κυρίως λόγω των αλλοιώσεων από το παίξιμο. Ο αριθμός των παιχτών αντιστοιχούσε είτε σε μια γενική αντίληψη για το πόσοι χωράνε στο γήπεδο, είτε στον αριθμό που μπορούσαν να ομαδοποιηθούν οι μαθητές με βάση κάποιο κοινό χαρακτηριστικό (πχ τάξη, κοιτώνας, κλπ), είτε ακόμα και εντελώς τυχαία οριζόμενοι, με βάση την παράδοση άλλων σπορ.

Στην πολυμορφία των λόγων που γινόταν αυτή η επιλογή βρίσκεται και ένας μύθος που αφορά τους 11 ποδοσφαιριστές που αποτελούν την αρχική σύνθεση μιας ομάδας. Μία ιστορία λέει ότι ο αριθμός αυτός αντιστοιχεί στον αριθμό των κρεβατιών στους κοιτώνες κολλεγίων του Cambridge, ωστόσο η αντίληψη που επικρατεί και θεωρείται ιστορικά πιο έγκυρη είναι πως πρόκειται για απλή μεταφορά του αριθμού των παιχτών της κάθε ομάδας του cricket, το οποίο είχε κωδικοποιηθεί ενιαία παλιότερα και στο οποίο η κάθε αμυνόμενη ομάδα εμφανίζεται με 11 παίχτες στο γήπεδο.

Ανάμεσα στους μύθους που χαρακτήρισαν την εξέλιξη της φυσιογνωμίας του ποδοσφαίρου, όμως, υπάρχουν και άλλοι, που είχαν τεράστια σημασία στην εξέλιξη της αντιπαράθεσης για την εύρεση των κοινών κανονισμών του. Ένας από αυτούς έρχεται από την αγγλική περιφέρεια και πιο συγκεκριμένα από ένα κολλέγιο που δεν αποτελούσε μέρος των κεντρικών και πιο ξακουστών σχολείων της αριστοκρατικής ελίτ. Κάπου στα Δυτικά Midlands, στο Warwickshire, κοντά στο Northampton, το Coventry και το Leicester, υπάρχει μια μικρή πόλη που σήμερα έχει πληθυσμό 78 χιλιάδων κατοίκων. Μέχρι το 1800 όμως σ’αυτή την τοποθεσία έμεναν πολύ λιγότεροι, μονάχα μερικές εκατοντάδες ανθρώπων. Όμως αυτό το μέρος, ακόμα και τότε, διέθετε ένα σχολείο με πολύ ιδιαίτερη ιστορία. Το σχολείο αυτό ιδρύθηκε το 1567, χάρη στην κληρονομιά που άφησε ο Lawrence Sheriff, ένας ντόπιος που έφτασε να γίνει ο μανάβης της Βασίλισσας Ελισσάβετ της Α’. Αν και αρχικά ήταν δημόσιο και δωρεάν, κατά τον 18ο αιώνα η φήμη του άρχισε να μεγαλώνει, με μαθητές που δεν ήταν κάτοικοι της περιοχής να προσπαθούν να βρουν τρόπους να φοιτήσουν σε αυτό, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη του και την αλλαγή του στάτους του με την εισαγωγή διδάκτρων.

Στις αρχές του 19ου αιώνα η ανάπτυξη αυτή του σχολείου είχε αντίκτυπο και στην ανάπτυξη της κωμόπολης, που μετρούσε το 1801 1487 κατοίκους, ενώ 30 χρόνια αργότερα ο πληθυσμός της είχε φτάσει τους 2501. Μάλιστα, αυτή η αύξηση θα μπορούσε να είναι ακόμα μεγαλύτερη αν δεν αποτελούσε εμπόδιο η παράλληλη κατακόρυφη αύξηση του κόστους ζωής. Η ανάπτυξη βοηθήθηκε αργότερα και από την κατασκευή του σιδηροδρόμου που μίκρυνε κατά πολύ τις αποστάσεις μεταξύ των αστικών κέντρων.

Το σχολείο που ήταν φυσικά στο επίκεντρο των δραστηριοτήτων της τοπικής κοινωνίας είχε κι αυτό την αυλή του, εκεί όπου κωδικοποιούνταν το δικό του ιδιαίτερο ποδοσφαιρικό παιχνίδι. Σύμφωνα με τη μυθολογία των σπορ, ένας μαθητής του, ο William Webb Ellis, σε ένα ενδοσχολικό παιχνίδι του 1823, βρήκε το απαραίτητο ρήγμα σ’αυτούς τους κανονισμούς, οι οποίοι όριζαν περισσότερο τι απαγορεύεται παρά το πώς ορίζεται ο τρόπος του παιχνιδιού, ώστε να κάνει μια κίνηση που άλλαξε την ποδοσφαιρική ιστορία. Παίρνοντας τη μπάλα στα χέρια του άρχισε να τρέχει προς το αντίπαλο τέρμα. Οι αντίπαλοι προσπαθούσαν να τον σταματήσουν, έχοντας σαστίσει με αυτή την απρόσμενη ενέργεια, χωρίς να γνωρίζουν ωστόσο πώς θα έπρεπε να το πετύχουν μέσα στα πλαίσια των κανονισμών. Αυτή η κίνηση του William Webb Ellis οδήγησε στην υιοθέτηση ενός νέου στυλ παιχνιδιού, που μπήκε μέσα στους κανόνες του σχολείου και πήρε και το όνομα του κολλεγίου και της πόλης: ήταν το ποδόσφαιρο του ράγκμπι, the rugby football!

Η κωδικοποίηση των πρώτων κανόνων στο σχολείο του Rugby φαίνεται να έχει γίνει από το 1815, ωστόσο από το 1823 και μετά, αυτή η διαμόρφωσή τους ενέπνευσε ένα μεγάλο δίκτυο σχολείων που ήθελαν να υιοθετήσουν το αντίστοιχο στυλ παιχνιδιού. Με εξαίρεση κάποια πολύ αριστοκρατικά κολλέγια, που επέμεναν στην απαγόρευση της πάλης και της επαφής του ιματισμού των μαθητών με το γρασίδι και τις λάσπες, πολλά άλλα ήταν αυτά που θεώρησαν αυτόν τον τρόπο παιχνιδιού ως γνήσια συνέχεια των παραδόσεων του γνωστού σε όλους αλλά καθόλου ορισμένου από κανονισμούς ως τότε football. Το ράγκμπι σήμερα είναι ένα άλλο σπορ, όμως άφησε μια κληρονομιά που έμεινε σε πολλά ποδοσφαιρικά αθλήματα: τις διαστάσεις του γηπέδου, που είναι κοινές στο σύγχρονο ράγκμπι και ποδόσφαιρο και προέρχονται από τις διαστάσεις της αυλής εκείνου του σχολείου!

Η “κόντρα” με τους κανονισμούς του rugby

Η επιρροή που είχαν οι κανονισμοί του ράγκμπι ήταν τεράστια. Η ανάπτυξη τους συνοδευόταν από τη μια με την πολύ ωραία ομολογουμένως ιστορία του Webb Ellis, που έδινε έτσι μια μορφή στην αρχή του κωδικοποιημένου σπορ, ενώ από την άλλη ήταν πολύ ισχυρό το επιχείρημα ότι καθώς διατηρεί τη σωματική πάλη ως στοιχείο του σπορ, ουσιαστικά συνεχίζει την παράδοση των μεσαιωνικών παιχνιδιών, κάτι ιδιαίτερα σημαντικό για τις βρετανικές κοινωνίες και κυρίως για τους ευγενείς και την άρχουσα τάξη γενικότερα.

Από την άλλη μεριά, τα σχολεία που συγκεντρώνονταν οι περισσότεροι ευγενείς και η άρχουσα τάξη γενικότερα είχαν προτιμήσει το kicker’s game. Οι πρώτοι κανόνες που ενοποίησαν αυτή τη γραμμή παιχνιδιού είναι ουσιαστικά αυτοί του Cambridge, το 1848. Έτσι, υπήρχαν ουσιαστικά 2 γραμμές στο ποδοσφαιρικό κίνημα και δε θα μπορούσε ποτέ να υπάρξει ένα ενιαίο σπορ αν δε βρισκόταν ο τρόπος να αποφασιστεί ποιος τρόπος παιχνιδιού θα επιλεγεί για το μέλλον του αθλήματος.

Η ιστορική εξέλιξη της αντιπαράθεσης αντί να οδηγήσει σε λύση και συμφωνία, οδήγησε τελικά σε σχίσμα και στη δημιουργία 2 διαφορετικών αθλημάτων. Όμως το παιχνίδι που παίζεται μόνο με τα πόδια υπερίσχυσε στην πρώτη αντιπαράθεση, αυτή που αφορούσε την κατάρτιση των αυθεντικών κανόνων του παιχνιδιού εκείνης της εποχής. Η λύση δεν ήρθε από τα κολλέγια, αλλά από νέους παράγοντες, που προέρχονταν έξω από αυτό το περιβάλλον! Η γέννηση των συλλόγων, με πρώτη αυτή της Sheffield FC το 1857, άνοιξε την ποδοσφαιρική κοινότητα έξω από τα στενά πλαίσια των κολλεγίων και των αποφοίτων τους.

Η ίδρυση της FA

To 1863 υπήρχαν ήδη αρκετοί σύλλογοι (Football Clubs) και αρκετές ομάδες αποφοίτων (Old Boys) και κολλέγια που έπαιζαν αυτό το σπορ, είτε ακολουθώντας περισσότερο τους κανόνες του Cambridge, είτε εκείνους του Rugby. Αλλά η απουσία των κανονισμών εμπόδιζε την εξέλιξή τους, καθώς σε κάθε αγώνα έπρεπε ουσιαστικά να παίζουν ένα διαφορετικό σπορ. Εκτός των άλλων, αυτό εμπόδιζε και την εξάπλωση του αθλήματος έξω από τα μεγάλα αστικά κέντρα, καθώς η δυνατότητα να υπάρχουν λιγότεροι σύλλογοι σε συνδυασμό με το γεγονός ότι σε πολλές περιπτώσεις δε θα μπορούσαν να παίξουν μεταξύ τους, γιατί ακολουθούν διαφορετικούς κώδικες, έβαζε φρένο στη γεωγραφική ανάπτυξη.

Την ίδια περίοδο, δηλαδή τη δεκαετία του 1860, ένα σημείο του Λονδίνου όπου γίνονταν οι μεγαλύτερες εμπορικές συμφωνίες και συναλλαγές ήταν στη Great Queen Street, στο West End, όπου είχε την έδρα της η μασονική κοινότητα. Οι μασόνοι ουσιαστικά δρούσαν ως ένα μεγάλο δίκτυο, σε μια εποχή που ήταν δύσκολο να υπάρχουν εμπορικά δίκτυα και τέτοιου είδους επαγγελματικά συνδικάτα. Πέρα από τις επιχειρήσεις όμως, οι μασόνοι που αποτελούσαν ένα από τα πιο δραστήρια κομμάτια της πόλης (και πολλών τότε ευρωπαϊκών πόλεων) έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ίδρυση θεσμών που η ύπαρξή τους ήταν περισσότερο ιστορική αναγκαιότητα παρά προσωπική επινόηση.

Πολλά από αυτά τα ιδρυτικά καταστατικά συντάχθηκαν σε συναντήσεις που γίνονταν στην Freemasons’ Tavern, η οποία σήμερα δεν υπάρχει, ωστόσο στη διεύθυνση που βρισκόταν δεσπόζει μια πινακίδα που την αναφέρει. Σ’εκείνη την pub είχε ιδρυθεί ο σύλλογος της Πολιτικής Οικονομίας, η Βρετανική και Ξένη Εταιρεία ενάντια στη Δουλεία, η Γεωλογική Εταιρεία του Λονδίνου και άλλοι σύλλογοι και θεσμοί. Το 1863 είχε έρθει και η ώρα του ποδοσφαίρου!

Με πρωτοβουλία του Ebenezer Morley, ιδρυτή του Barnes Football Club στο Δυτικό Λονδίνο, μαζεύτηκαν το πρωί της 26ης Οκτώβρη οι εκπρόσωποι 10 ακόμη λονδρέζικων συλλόγων. Οι περισσότεροι, μέλη της υπερδραστήριας μεσαίας τάξης στα χρόνια της βιομηχανικής επανάστασης, δεν αποτελούσαν το τυπικό γκρουπ των “Old Boys”, που μέχρι τότε ουσιαστικά ήταν οι θεματοφύλακες του σπορ. Ο βασικός τους σκοπός ήταν 2 πράγματα: ο σχηματισμός ενός συνεταιρισμού που θα έχει την ευθύνη για τη διεξαγωγή και ανάπτυξη του σπορ και κυρίως η συμφωνία πάνω σε μια βασική δέσμη κανονισμών που περιγράφουν το νέο παιχνίδι.

Σ’αυτή την πρόσκληση αρνήθηκαν να απαντήσουν οι εκπρόσωποι από 8 εκ των 9 σχολείων της ελίτ, των λεγόμενων Great Nine, ενώ ο εκπρόσωπος του Charterhouse είχε πάει εκεί με σαφείς εντολές να είναι απλός παρατηρητής. Τα σχολεία θεωρούσαν το σπορ δική τους υπόθεση και δική τους περιουσία και δε μπορούσαν να δεχθούν ότι κάποιοι άλλοι αποφάσιζαν για την πορεία του, σπάζοντας ουσιαστικά μια για πάντα τα στεγανά της αποκλειστικότητας και ανοίγοντας το δρόμο για να μετατραπεί σε κτήμα της κοινωνίας.

Ο συνεταιρισμός συστάθηκε και ο Morley έγινε ο πρώτος γραμματέας του. Στο κομμάτι των κανονισμών ωστόσο υπήρξε διαφωνία και αδιέξοδο. Είναι χαρακτηριστικές οι απόψεις του Francis Cambell, εκπροσώπου της Blackheath FC που έλεγε ότι αν δεν υπάρχει η πάλη μέσα στους κανονισμούς και δεν επιτρέπονται τα ευθεία χτυπήματα στα καλάμια, τότε το σπορ χάνει τον “ανδρικό” χαρακτήρα του και τότε κινδυνεύει να αγωνίζονται σ’αυτό ακόμα και …οι Γάλλοι στο μέλλον. Εκείνη τη μέρα δε βρέθηκε άκρη, αλλά μετά από πολλές συζητήσεις, περίπου 1 μήνα αργότερα, στις 24 Νοέμβρη του 1863, οι πρώτοι κανόνες γράφτηκαν, ο Morley έμεινε στην ιστορία ως “ο πατέρας του ποδοσφαίρου”, ο συνεταιρισμός, η Football Association, είχε πλέον το παιχνίδι του, το οποίο ονομάστηκε για το λόγο αυτό και Association Football, από το οποίο προκύπτει και η εντελώς βρετανική λέξη soccer και ο Morley έγραψε σ’εκείνους τους πρώτους κανόνες ότι οι παίχτες απαγορεύεται να παίζουν τη μπάλα με τα χέρια.

Από εκείνη τη μέρα και μετά ξεκινάει επίσημα η ιστορία του ποδοσφαίρου και όσα ακολούθησαν με επίκεντρο τη Μεγάλη Βρετανία είναι η ιστορία που έφτιαξε τη φυσιογνωμία του “όμορφου παιχνιδιού” που γνώρισε και λάτρεψε μέσα σε πολύ λίγα χρόνια και ο υπόλοιπος πλανήτης!

1863

Το 1863 είναι η ημερομηνία που υπογράφηκε η ληξιαρχική πράξη γέννησης του σύγχρονου ποδοσφαίρου, ή για την ακρίβεια, του association football, που βαφτίστηκε από τον οργανισμό που το όρισε. Η γέννηση αυτή ήταν το αποτέλεσμα και η αντανάκλαση της εξέλιξης πάνω απ’όλα των κοινωνικών συνθηκών που επικρατούσαν στην ευρωπαϊκή ήπειρο κατά το πέρασμα των αιώνων, από τα παιχνίδια και την περιστασιακή αναψυχή μέχρι την οργάνωση αθλητικών θεσμών και συλλόγων.

Αυτή η ημερομηνία γέννησης δεν ήταν και το τέλος της εξέλιξης και της ιστορίας του. Ακριβώς το αντίθετο, μάλιστα, αποτέλεσε απλά τη στιγμή που χωρίζει την προϊστορία του από την ιστορική του ανάπτυξη. Το παιχνίδι άρχισε να διαμορφώνεται και να αλλάζει ταχύτατα μετά την επίσημη κωδικοποίηση του, αντανακλώντας μάλιστα όλο και περισσότερο την επιτάχυνση των εξελίξεων που αφορούσαν τα τεχνολογικά μέσα, τον τρόπο παραγωγής και τον τρόπο διαβίωσης σε κάθε κοινωνία, όχι μονάχα μιας μικρής κάστας αριστοκρατών, αλλά κυρίως των πλατιών λαϊκών στρωμάτων, που εξελίσσονταν σε αιμοδότη του παιχνιδιού και της κουλτούρας του.

Η αξία της γνώσης της προϊστορίας του παιχνιδιού είναι ιδιαίτερη γιατί επιτρέπει τη διαμόρφωση της αντίληψης της αναγκαιότητάς του. Το ποδόσφαιρο είναι μια δραστηριότητα με την οποία ασχολείται όλος ο πλανήτης, αυτό δε συμβαίνει επειδή είναι μια όμορφη επινόηση, αλλά επειδή είναι η αντανάκλαση της εξέλιξης του ίδιου του ανθρώπου, είναι η μορφή που παίρνει το είδος μας όταν αποφασίζει να ζήσει μέρες καλύτερες από τις προηγούμενες, γι’αυτό είναι και φορέας της κοινωνικής προόδου ακόμα και όταν γίνεται αντικείμενο χειραγώγησης στα χέρια τυράννων.

Το ποδόσφαιρο δεν εξαφανίστηκε ούτε από βασιλικά διατάγματα, ούτε μέσα στο ιστορικό σκοτάδι του Μεσαίωνα. Ξεπέρασε κάθε ζοφερή εποχή της ανθρωπότητας και θριάμβευσε κάθε φορά που οι κοινωνίες μας προοόδευαν. Το ποδόσφαιρο επιβιώνει μαζί με τους ανθρώπους και καθώς το μέλλον της ανθρωπότητας είναι η νομοτελειακή πρόοδος, το ίδιο ισχύει και για το αγαπημένο της σπορ, αυτό που το 1863 έμεινε στην ιστορία να ονομάζεται φουτμπώλ!

Comments are closed.