Το ελληνικό ποδόσφαιρο μπορεί να μην έχει να επιδείξει ούτε τεράστιες στιγμές, που να μην τις βρίσκει κανείς στην ποδοσφαιρική ιστορία της υπόλοιπης οικουμένης, ούτε τόσο μεγάλες ποδοσφαιρικές ιστορίες. Η ανάπτυξη της ελληνικής κοινωνίας ίσως ήταν τέτοια που εμπόδιζε σε πολλές περιπτώσεις, μέσω και της καταστολής, την οποιαδήποτε μαζική κοινωνική έκφραση και μια τέτοια είναι και το ποδόσφαιρο. Αν και σε πολλές περιπτώσεις και στην Ελλάδα η κάθε εξουσία προσπάθησε να το βάλει στο χέρι, οι κοινωνικές εξελίξεις ήταν πάντα τέτοια που αυτές οι προσπάθειες κατέληγαν να μοιάζουν περισσότερο με τσίρκο, παρά με τη γνήσια έκφραση της λαϊκής ανάτασης.
Μία τέτοια ιστορία άλλωστε ξεκίνησε και μέσα στο Μεταξικό καθεστώς, όταν η δικτατορία αποφάσισε να απαγορεύσει τις πολιτικές ζυμώσεις στο ποδόσφαιρο, το 1936, ενώ αργότερα αποφάσισε να φτάσει μέχρι και την καταστολή της δράσης των ποδοσφαιρικών συλλόγων, το 1940, βλέποντας ότι η ύπαρξη και μόνο του ποδοσφαίρου γεννάει τον νεκροθάφτη κάθε δυνάστη.
Ωστόσο, αυτό ακριβώς το περιβάλλον γέννησε μία από τις πιο θρυλικές ιστορίες που συνδέονται με το ποδόσφαιρο στην Ελλάδα, που αποτελεί παρακαταθήκη όχι μόνο για το σπορ, αλλά πολύ περισσότερο για την κοινωνία που παλεύει να σπάσει τα δεσμά της κάθε εκμετάλλευσης και να διεκδικήσει τη ζωή που έχει ανάγκη να ζήσει. Αυτή η ζωή έχει μέσα της το ποδόσφαιρο, από την αρχή της, ως το τέλος της. Η διεκδίκηση της συμμετοχής σε αυτό βρίσκεται πλάι στη διεκδίκηση για κάθε μικρό ή μεγάλο ζήτημα, από το ψωμί της ημέρας, μέχρι τους αγώνες για λαϊκές ελευθερίες και δημοκρατία. Αυτή είναι η ιστορία του Νίκου Γόδα.
Γέννημα Μικρασιάτης, ο Νίκος Γόδας ήρθε στον κόσμο το 1921 στο Αϊβαλί. Τη γενέτειρά του όμως τη γνώρισε μόνο από αναμνήσεις άλλων, καθώς σε μια ζωή που αντανακλούσε όλες τις μεγάλες πολιτικές εξελίξεις της πατρίδας του, σε ηλικία 1 έτους πήρε το δρόμο της προσφυγιάς, για να εγκατασταθεί με την οικογένειά του στην Κοκκινιά. Εκεί μεγάλωσε, εκεί ξεκίνησε να δουλεύει, στην οικογενειακή ταβέρνα “Τα Αραπάκια” κι εκεί άρχισε να παίζει και ποδόσφαιρο.
Αντίθετα με τη ζωή, στο γήπεδο ο Γόδας έπαιζε “έξω δεξιά”, δεξί εξτρέμ, το παλιό 7άρι εκείνων των μετά-Chapman χρόνων που υπήρχε η κλασική πεντάδα στην επίθεση. Ξεκίνησε να παίζει στον Άρη Πειραιώς και λίγο μετά τα 20 του χρόνια, εν μέσω της Κατοχής, γίνεται παίχτης του Ολυμπιακού. Όμως το ποδοσφαιρικό του δελτίο δεν ήταν το μοναδικό που απέκτησε εκείνη την περίοδο.
Ο Νίκος Γόδας έγινε μέλος του ΚΚΕ και του ΕΑΜ και εντάχτηκε στον ΕΛΑΣ παίρνοντας ενεργό μέρος στην αντίσταση κατά του κατακτητή. Την ίδια περίοδο που αγωνιζόταν με τον Ολυμπιακό, όντας ο βασικός μεσοεπιθετικός του από τα τέλη του 1942, πολεμούσε και τους Γερμανούς, οργάνωνε την ένοπλη και πολιτική δράση εναντίον τους και έγινε ο Λοχαγός του 5ου Λόχου του Τάγματος Κοκκινιάς του ΕΛΑΣ.
Η πολιτική δράση δεν επηρέασε τα ποδοσφαιρικά του κατορθώματα, καθώς στα λίγα στατιστικά στοιχεία που υπάρχουν από εκείνη την εποχή, έχουν καταγραφεί τα γκολ του κατά του Εθνικού και του Απόλλωνα, καθώς και η συμμετοχή του στους τελικούς δύο κυπέλλων, ένα υπό την αιγίδα του Δήμου Πειραιά, και ένα “Κύπελλο Χριστουγέννων”, όπου σε αμφότερους ο Ολυμπιακός κέρδισε τον αιώνιο αντίπαλό του, Παναθηναϊκό.
Η ποδοσφαιρική δράση μάλιστα επεκτεινόταν και στα πλαίσια της πολιτικής, καθώς πέρα από ποδοσφαιριστής του Ολυμπιακού και της Μικτής Πειραιώς, ο Γόδας αγωνιζόταν και με το ποδοσφαιρικό τμήμα της ΕΠΟΝ Πειραιά. Βέβαια, από το βαρύ χειμώνα του 1943 και μετά οι ποδοσφαιρικές αναμετρήσεις άρχισαν να αραιώνουν, καθώς μικρότερη διάθεση για ποδόσφαιρο υπήρχε και από έναν πεινασμένο λαό που σταδιακά αργοπέθαινε στους δρόμους των ελληνικών αστικών κέντρων.
Ο Γόδας τότε δεν καταγράφεται σε κάποια ενδεκάδα, αλλά στους μαχητές της μάχης της Κοκκινιάς, που δόθηκε το Μάρτιο του 1944, καθώς και στη μάχη της Ηλεκτρικής, με το φευγιό των ναζιστών κατακτητών, τον Οκτώβρη του ’44. Όμως, όπως όλοι γνωρίζουν, η απελευθέρωση από τους Ναζί, δεν ήταν και το τέλος των δεινών του ελληνικού λαού.
Η Κυβέρνηση που επέστρεψε από το εξωτερικό είχε σκοπό να καταστείλει το λαϊκό κίνημα που είχε θεριεύσει και γονάτισε την πολεμική μηχανή των πάντσερ, απελευθερώνοντας 9 στις 10 σπιθαμές ελληνικής γης πριν την οριστική τους αποχώρηση. Φυσικά μια Κυβέρνηση που τα χρόνια του μεγάλου αγώνα δε βρισκόταν καν μέσα από τα σύνορα της χώρας, δε μπορούσε να καταφέρει κάτι τέτοιο και γι’αυτό αρωγός σ’αυτή την προσπάθεια εμφανίστηκε ο βρετανικός στρατός.
Οι Άγγλοι ματοκύλησαν την Αθήνα και τις συνοικίες του Λεκανοπεδίου το Δεκέμβρη του ’44. Ο Γόδας ήταν όμως και πάλι ανάμεσα σ’αυτούς που πολεμούσαν. Σε μια σχετικά άγνωστη μεγάλη μάχη, τη “Μάχη της Αθήνας” που διήρκησε περίπου ένα μήνα, ο Γόδας πολέμησε με το Λόχο του στις συγκρούσεις στο Νεκροταφείο της Ανάστασης στον Πειραιά. Από εκείνη τη μάχη έχει μείνει και μία φράση του, χαρακτηριστική της προσωπικότητάς του, που αντιμετώπιζε με χαμόγελο ακόμα και τον πιο μεγάλο κίνδυνο. Έχοντας τις θέσεις τους στο Νεκροταφείο και την ώρα που έπεφτε το τουφεκίδι με τους Άγγλους και ίσως μερικούς Ταγματασφαλήτες, γύρισε και είπε στον ανθυπολοχαγό Σκούρτη: “Σύντροφε ανθυπολοχαγέ, εμείς απ’όλους τους άλλους ΕΛΑΣίτες είμαστε οι πιο προνομιούχοι. Όσοι από μας σκοτωθούμε είμαστε τυχεροί, γιατί θα θαφτούμε σε κανονικό και μάλιστα προνομιούχο μνήμα”!
Μετά τα Δεκεμβριανά ακολούθησε η Συμφωνία της Βάρκιζας και ο Γόδας, όπως πολλοί ακόμα ελευθερωτές αυτού του τόπου, αναγκάστηκε να περιπλανιέται από κρυψώνα σε κρυψώνα, σε ένα ανελέητο κυνήγι όλων εκείνων που πολέμησαν για να υπάρχει αυτή τη λευτεριά. Ωστόσο, λίγο καιρό αργότερα αρρώστησε βαριά με πνευμονία και αναγκάστηκε να επιστρέψει στο σπίτι του, στον Πειραιά.
Εκείνη την περίοδο μια “μηχανή” που είχε στηθεί προκειμένου να χτυπήσει το λαϊκό κίνημα και να ξεκάνει τους μαχητές του στον Πειραιά ήταν η ιστορία των εκτελέσεων του Ασύλου της Κοκκινιάς. Εκεί οι νέοι νταβαντζήδες του λαού είπαν ότι βρέθηκαν πτώματα παιδιών που είχαν σκοτώσει οι κομμουνιστές, μάλιστα “με κονσερβοκούτια”. Φυσικά, καμία σοβαρή ιατροδικαστική έρευνα δεν έγινε για να αποδειχθεί κάτι τέτοιο, σε πολλές περιπτώσεις τα ανασυρμένα οστά ανήκαν και σε ΕΛΑΣίτες μαχητές, ενώ μία γυναίκα που βρέθηκε στη δίκη έλεγε ότι ο άντρας της πέθανε από καρδιά και οι στρατοδίκες της έλεγαν ότι δεν ήξερε αυτή σωστά, “τον είχαν σκοτώσει κι αυτόν στο Άσυλο”. Εκτός των άλλων μέσα από τη δίκη “των εκτελέσεων του Ασύλου” κρύφτηκε και μια γυναικοκτονία, της Βασιλικής, γυναίκας του Δημήτρη Κασιδιάρη, που δολοφονήθηκε από τον Βεντίκο, έναν άλλο Μανιάτη του Πειραιά, που είχε μια αντιδικία με τον άντρα της και στη συνέχεια κρυβόταν στο σπίτι του αδερφού του. Οι Κασιδιάρηδες, από τη μεριά τους, ήταν μέλη της Ειδικής Ασφάλειας των Ναζί, και συμμετείχαν ως μάρτυρες στη δίκη.
Όσο αφορά τη δίκη, υπάρχει ακόμα μια ιστορία, που αφορά τη σχέση της διοίκησης της κάθε ομάδας, που ακόμα και σ’εκείνες τις “πιο αγνές” εποχές του ποδοσφαίρου, δεν ήταν απαραίτητα συμβατή με τα χαρακτηριστικά της κοινωνίας που την περιέβαλε, ούτε καν με αυτά των αθλητών του συλλόγου. Τότε πρόεδρος του Ολυμπιακού ήταν ο βιομήχανος Μανούσκος, που είχε διατελέσει και Δήμαρχος Πειραιά μέσα στην Κατοχή. Όταν του ζητήθηκε να μεσολαβήσει για τον Γόδα, ο Μανούσκος ουσιαστικά τον έδωσε λέγοντας “όπως έστρωσε έτσι θα κοιμηθεί”, βάζοντας το όνομά του ανάμεσα στα πρώτα μιας μαύρης λίστας ποδοσφαιρικών παραγόντων με φρικαλέα συμβολή στην ελληνική κοινωνία.
Στη δίκη του Ασύλου ο Γόδας καταδικάστηκε σε θάνατο και οδηγήθηκε αρχικά στις φυλακές Αβέρωφ και αργότερα στην Κέρκυρα. Όσο ήταν στη φυλακή ο Γόδας δεν ξεχνούσε το ποδόσφαιρο. Παρά τις κακουχίες, αναφέρεται ότι ήταν πάντα ανάμεσα σε ένα πηγαδάκι κρατουμένων που με ένα τρανζίστορ άκουγαν τους αγώνες, έβριζαν με την έκβασή τους, ουσιαστικά ξεχνούσαν την κατάσταση στην οποία βρίσκονταν, γιατί είχαν το πάθος τους που δε μπορούσε να σβήσει με τίποτα.
Από την Αίγινα ο Γόδας μεταφέρθηκε στις φυλακές της Κέρκυρας, εκεί που βρίσκονταν όλοι οι μελλοθάνατοι. Στις φυλακές εκείνες, κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου, εκτελέστηκαν συνολικά 112 αγωνιστές, με τις εκτελέσεις των πρώτων χρόνων ειδικά να είναι φρικιαστικά συχνές. Ο Γόδας ήξερε ότι δε θα φύγει ζωντανός. Ακόμα και το τελευταίο βράδυ, σε μια συνομιλία με έναν από τους δεσμοφύλακές του, αυτό που ζήτησε ήταν η πρόσβαση σε αθλητικές εφημερίδες, αφού οι πολιτικές απαγορεύονταν (αυτό είναι καλό να το θυμούνται οι λογής αρθρογράφοι όσο αφορά τη σημασία που μπορεί να έχει η θέση τους). Εκείνη η συνομιλία όμως, που μεταφέρθηκε από συγκρατούμενούς του, οδήγησε σε ένα θέατρο εκ μέρους του φύλακα, που δεν έλεγε ευθέως στον Γόδα αυτό που επρόκειτο να συμβεί. Όμως ο Γόδας κατάλαβε, πήγε και φόρεσε την ερυθρόλευκη φανέλα και το λευκό σορτσάκι του και χαιρέτησε τους συγκρατούμενους του.
“Σύντροφοι, χαίρομαι που σαν αθλητής θα κόψω αύριο το πρωί το νήμα, χαρίζοντας σ’όλους τους φιλάθλους την ωραιότερη νίκη της ζωής μου. Νενικήκαμεν – Ζήτω οι Ολυμπιονίκες του Σοσιαλισμού. Γεια σας συναθλητές μου”.
Το πρωί της 19ης Νοέμβρη του 1948 πήρε το δρόμο για τον τοίχο της ερειπωμένης εκκλησία του Λαζαρέτου, για να σταθεί μπροστά σ’εκείνα τα τούβλα που έγιναν κόκκινα από το αίμα των αγωνιστών που έγιναν στόχος για τα σκάγια της εθνικής ντροπής. Φόρεσε από πάνω το παλτό του, με το γιακά του σηκωμένο και όταν τον ρώτησαν αν έχει μια τελευταία επιθυμία έγραψε ένα γράμμα στον αδερφό του: “Θέλω να ζήσετε καλά. Πεθαίνω για την πατρίδα και τα ιδανικά μου. Αν κάνετε γιο, να του δώσετε το όνομά μου.”
Μπροστά στις κάνες των προδοτών, που κυνήγησε λυσσαλέα, όπως εκείνη τη μπάλα στην πτέρυγα με την ποδοσφαιρική του φανέλα, ο 27χρονος Νίκος Γόδας φώναξε τα τελευταία του λόγια: “Ζήτω ο Ολυμπιακός, ζήτω ο Δημοκρατικός Στρατός, ζήτω το ΚΚΕ!”