Τη δεκαετία του 1950, ο κόσμος και συνεπώς το ποδόσφαιρο ανακάλυπταν ξανά την κατάσταση που είχαν αφήσει πριν από τον πόλεμο. Οι οικονομίες ανθούσαν, ωστόσο η εξέλιξη όλων των πνευματικών έργων, μεταξύ των οποίων προφανώς και το ποδόσφαιρο, χρειάζονταν χρόνο για να συμβεί ένας απαραίτητος επαναπροσδιορισμός των νέων δεδομένων, πάνω στα οποία θα στηνόταν η τεράστια εξέλιξή τους, που συνέβη κατά τη διάρκεια των 3 “χρυσών” μεταπολεμικών δεκαετιών.
Στην Αγγλία το ποδόσφαιρο βρισκόταν τακτικά σχεδόν στο ίδιο σημείο από το 1925, από τη χρονιά δηλαδή που άλλαξε ο κανονισμός του offside και από 3 οι αμυνόμενοι παίχτες που έπρεπε να καλύπτουν τον δέκτη της προωθημένης πάσας, έγιναν 2. Αυτή η αλλαγή έφερε επανάσταση με τον Herbert Chapman, προπονητή της Arsenal, να θεωρείται ο πατέρας αυτής, καθώς από το 2-3-5 πέρασε στο 3-2-5, προκειμένου να βάλει επιπλέον αμυνόμενους που έπρεπε να “επιτηρούν” τους προωθημένους και πιο απελευθερωμένους επιθετικούς, που με τη σειρά του οδήγησε και στη δημιουργία του λεγόμενου WM, δηλαδή ενός συστήματος 3-2-2-3, όπου οι 2 “μέσα” επιθετικοί παίζουν λίγο πιο πίσω για να δημιουργήσουν τα δύο γράμματα του λατινικού αλφαβήτου όταν βλέπει κανείς την τακτική στον αντίστοιχο πίνακα.
Στην ηπειρωτική Ευρώπη οι πολιτικές αλλαγές ήταν σίγουρα περισσότερο ραγδαίες από τις ποδοσφαιρικές, όμως και το ποδόσφαιρο επηρεάστηκε από μια πορεία αλλαγής συνόρων και το γεωπολιτικό χάος του Μεσοπολέμου, καθώς και ο νέος πολιτικός χάρτης μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, παραδόξως ευνόησαν την ανταλλαγή ιδεών σε ένα συγκεκριμένο σημείο, τη λεγόμενη κεντρική Ευρώπη και τις χώρες του Δούναβη.
Σ’εκείνο το γεωγραφικό χώρο, στις αρχές του 20ου αιώνα, η ποδοσφαιρική δύναμη που αναδείχθηκε ήταν η Αυστρία, με το ποδόσφαιρο να αποτελεί το θέμα ενός μεγάλου πνευματικού διαλόγου που συνέβαινε στα καφέ της Βιέννης. Από εκείνη τη σχολή ξεπήδησαν μεγάλη προπονητές που άλλαξαν τη φυσιογνωμία του σπορ στις γύρω χώρες, με πολλούς να διαπρέπουν στην Ιταλία, αλλά ακόμα και στη Νότια Αμερική. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το κέντρο αυτής της Σχολής του Δούναβη έγινε η Σοσιαλιστική (πλέον) Δημοκρατία της Ουγγαρίας, η οποία συνέχισε την παράδοση του πνευματικού αυτού διαλόγου.
Ακόμα και πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι Ούγγροι προσπαθούσαν να καταλάβουν το αγγλικό παιχνίδι, που θεωρούνταν το πιο εξελιγμένο της εποχής, χωρίς βέβαια η εθνική ομάδα της Αγγλίας να αγωνίζεται με αντιπάλους από την ηπειρωτική Ευρώπη, ενώ το 1937 η Chelsea ηττήθηκε από τη Bologna στον τελικό του Κυπέλλου Διεθνούς Έκθεσης στο Παρίσι, με την ιταλική ομάδα να καθοδηγείται από τον Ούγγρο Árpád Weisz. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1940 ο Arthur Rowe, βετεράνος τότε της Tottenham και αργότερα προπονητής της Tottenham και της Crystal Palace, είχε προσκληθεί για να δώσει σεμινάριο για την εξέλιξη του WM και την έμφαση στο παιχνίδι δύναμης που αποτελούσε τη βασική προσέγγιση στο βρετανικό ποδόσφαιρο.
Ωστόσο, στην Ουγγαρία δεν αρκέστηκαν στην υιοθέτηση του αγγλικού μοτίβου, που δεν άλλαξε μέσα στην επόμενη μεταπολεμική δεκαετία. Πειραματίζονταν με πιο ευέλικτα σχήματα, ανοίγοντας ουσιαστικά το δρόμο για ένα ποδόσφαιρο πιο σύνθετο, με αλλαγές σε πιο δυσδιάκριτες πλευρές ενός συστήματος που εκφράζεται καθαρά από τους αριθμούς των παιχτών σε κάθε γραμμή.
Πρωτοπόρος σε αυτή τη διαδικασία εξέλιξης υπήρξε ο Márton Bukovi, προπονητής της MTK από το 1947 ως το 1954, που αργότερα πέρασε κι από άλλες ομάδες, κλείνοντας την προπονητική του καριέρα στον Ολυμπιακό το 1967. Ο Bukovi πειραματιζόταν με το ρόλο του σέντερ φορ στην MTK, όχι τόσο από επιλογή, αλλά από ανάγκη. Το 1948, ο Norbert Höfling, που αγωνιζόταν ως κεντρικός επιθετικός στην ομάδα του, έχοντας τα κλασικά χαρακτηριστικά του δυνατού “πυροβολικού” όπως επίτασσε η αγγλική προσέγγιση, πήρε μεταγραφή για τη Lazio. Έτσι, ο Bukovi έμεινε χωρίς κάποιον αντίστοιχο παίχτη στη σύνθεση της ομάδας του, αναγκαζόμενος να χρησιμοποιήσει τον Péter Pelotás, έναν παίχτη με περισσότερες δημιουργικές αρετές, στο κέντρο της επίθεσης. Προκειμένου να αξιοποιήσει τις αρετές του Pelotás, ο Bukovi τον έφερε λίγο πιο πίσω, πιο κοντά στους μέσους, αφήνοντας και περισσότερο χώρο στους υπόλοιπους 4 επιθετικούς να δημιουργήσουν ένα αρκετά ευέλικτο σύνολο στον μεγαλύτερο χώρο που είχαν να καλύψουν.
Η οπισθοχώρηση αυτή του σέντερ-φορ, που εξελίχθηκε σε έναν ιδιότυπο επιτελικό μέσο, με απουσία παίχτη-αιχμής στο κέντρο της επίθεσης, έκανε πολύ πιο ευέλικτο το Ουγγρικό ποδόσφαιρο. Αυτή η τακτική εξέλιξη μεταφέρθηκε και στην εθνική ομάδα, όπου προπονητής ήταν ο Gusztáv Sebes, ένας ιδεολόγος κομμουνιστής, που προπολεμικά είχε πρωτοστατήσει σε εργατικές εξεγέρσεις ως συνδικαλιστής σε εργοστάσιο γαλλικής αυτοκινητοβιομηχανίας, όπου εργαζόταν. Ο Sebes, βλέποντας τα αποτελέσματα της τακτικής προσαρμογής στην MTK, πήρε τον Pelotás γι’αυτό το ρόλο στην εθνική και τα αποτελέσματα ήταν τρομέρα! Η Ουγγαρία, έχοντας στις τάξεις της και μια γενιά μεγάλων δεξιοτεχνών, από μια ισχυρή εθνική ομάδα έγινε η “Χρυσή Ομάδα”, η Aranycsapat, που δεν έχανε ποτέ και πουθενά στις αρχές της δεκαετίας του 1950, κερδίζοντας το χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Ελσίνκι το 1952.
Όμως ο Sebes πειραματίστηκε λίγο παραπάνω με τους παίχτες της MTK. Από το Σεπτέμβρη του 1952 άρχισε να χρησιμοποιεί τον Nándor Hidegkuti, που αγωνιζόταν στο δεξί κέντρο της MTK, ως αλλαγή του Pelotás. Αρχικά έκανε αυτή την αλλαγή στα φιλικά με την Ιταλία και τη Γιουγκοσλαβία, με τον speaker που μετέδιδε ραδιοφωνικά τους αγώνες, György Szepesi, να λέει ότι ο Sebes θέλει να δει πώς τα καταφέρνει ο 30χρονος Hidegkuti σ’αυτό το ρόλο. Όμως η μεγάλη τομή έγινε στο παιχνίδι με την Ελβετία, όταν η ίδια αλλαγή έγινε με το σκορ 2-0 υπέρ των Ελβετών. Ο Hidegkuti πέρασε στο γήπεδο και άλλαξε τη φυσιογνωμία του αγώνα, με το τελικό σκορ να διαμορφώνεται 4-2 για τους Ούγγρους. Από τότε έγινε ο βασικός παίχτης στο κέντρο της ουγγρικής επίθεσης.
Η είσοδος του Hidegkuti, άλλαξε συνολικά τον τρόπο που αγωνιζόταν η ουγγρική εθνική ομάδα. Συνήθως τοποθετούνταν λίγο μπροστά από τον Jószef Zakariás, τον αριστερό μέσο που οπισθοχωρούσε, με τον δεξί μέσο, József Bozsik να παίζει λίγο πιο μπροστά, δημιουργώντας έτσι ένα τρίγωνο που ένωνε τη μεσοαμυντική με τη μεσοεπιθετική γραμμή. Στη γραμμή κρούσης, οι δύο πιο συχνοί σκόρερ, Puskás και Kocsis, έπαιζαν πιο προωθημένοι από όλους, με τους ακραίους Czibor και Budai να αγωνίζονται λίγο πιο πίσω, μετατρέποντας ουσιαστικά το WM σε MM.
Αυτή η τακτική εξέλιξη έκανε την Ουγγαρία ακόμα πιο τρομερή και το 1953, όταν ήταν πια για 3 χρόνια αήττητη, διοργανώθηκε στο Wembley ένα παιχνίδι που διαφημίστηκε ως “Το Παιχνίδι του Αιώνα”, ανάμεσα στη μεγάλη δύναμη του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου και τη μητέρα του σπορ, Αγγλία. Η ημερομηνία του αγώνα ήταν η 25η Νοέμβρη και περισσότεροι από 100 χιλιάδες θεατές βρέθηκαν στις κερκίδες του Empire Stadium (όπως λεγόταν τότε) για να παρακολουθήσουν αυτή την τεράστια αναμέτρηση.
Η Αγγλία είχε πολύ πρόσφατα αρχίσει να αγωνίζεται απέναντι σε μη βρετανικές εθνικές ομάδες και μάλιστα είχε υποστεί ήδη ένα σοκ με την ήττα από τις ΗΠΑ στο Μουντιάλ του 1950, ενώ είχε χάσει μία μοναδική φορά στην ιστορία της, από την Ιρλανδία, στο Goodison Park το 1949, σε ένα παιχνίδι όμως που οι μετεωρολογικές συνθήκες ίσως επηρέασαν το αποτέλεσμα περισσότερο από την απόδοση των ομάδων. Δεδομένου μάλιστα ότι οι Άγγλοι δεν είχαν σε μεγάλη υπόληψη ακόμα το Παγκόσμιο Κύπελλο, αυτό το παιχνίδι με την Ουγγαρία ήταν ουσιαστικά το πρώτο που θα έδειχνε πού πραγματικά βρίσκεται το αγγλικό ποδόσφαιρο σε σύγκριση με τον υπόλοιπο κόσμο.
Οι Άγγλοι επέμεναν στην προσέγγιση της δύναμης και σε ένα σχεδόν άκαμπτο σχηματισμό, που ακολουθούνταν με τρομερή, σχεδόν θρησκευτική ευλάβεια. Η αποτυχία των συλλόγων να κερδίσουν ομάδες από άλλες χώρες, με μεγαλύτερο παράδειγμα το tour της Dinamo Μόσχας του Boris Arkadiev το 1949, εξηγούνταν περισσότερο ως αποτέλεσμα της μικρής δυναμικής των αγγλικών συλλόγων που έπαιρναν μέρος σ’αυτά τα παιχνίδια. Έτσι, στις 25 του Νοέμβρη του 1953, όταν ξεκίνησε ο αγώνας με την Ουγγαρία, ο παράξενος σχηματισμός των αντιπάλων προκάλεσε σοκ. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι ο speaker της αναμέτρησης, Kenneth Wolstenholme, χρειάστηκε να αναφερθεί πολλές φορές στις “παράδοξες”, σε σχέση με τον αριθμό της φανέλας, θέσεις των Ούγγρων μέσα στο γήπεδο.
Οι Άγγλοι παρατάχθηκαν με ένα κλασικό WM. Τερματοφύλακας ήταν ο Gil Merrick της Birmingham City, στο κέντρο της άμυνας έπαιζε ο Harry Johnston της Blackpool, αριστερός αμυντικός ήταν ο Alf Ramsey της Tottenham (μετ’έπειτα προπονητής της εθνικής) και δεξιά έπαιζε ο Bill Eckersley της Blackburn. Το δίδυμο των μέσων ήταν οι Billy Right των Wolves και Jimmy Dickinson της Portsmouth. Στην επίθεση, έξω δεξιά έπαιζε ο Stanley Matthews της Blackpool, μέσα δεξιά ο Ernie Taylor επίσης της Blackpool, σέντερ-φορ ο Stan Mortensen από τη Blackpool κι αυτός, μέσα αριστερά ο Jackie Sewell της Sheffield Wednesday και έξω αριστερά ο George Robb της Tottenham.
Η Ουγγαρία εμφανίστηκε με τον Gyula Grosics της Honvéd στα γκολπόστ, τον Gyula Lóránt της Honvéd, μετ’ έπειτα προπονητή του ΠΑΟΚ, που άφησε την τελευταία του πνοή στον πάγκο της Τούμπας, αγωνιζόμενο ως sweeper, με αντίστοιχο τρόπο του verrouiller του Karl Rappan, στα δεξιά της άμυνας έπαιζε ο Jenó Buzánszky της Dorogi και αριστερά ο Mihály Lantos της Vörös Lobogó, μέσα αριστερά στην άμυνα ήταν ο József Zakariás της Vörös και μέσα αριστερά, αλλά πιο προωθημένος, ως μέσος, ο József Bozsik της Honvéd, μπροστά σε ελεύθερο χώρο ως επιτελικός μέσος ο Nándor Hidegkuti από τη Vörös, δεξί εξτρέμ o László Budai της Honvéd, αριστερό εξτρέμ ο Zoltán Czibor της Honvéd, ενώ επιθετικό δίδυμο ήταν δεξιά ο Sándor Kocsis και αριστερά ο Ferenc Puskás, αμφότεροι από τη Honvéd.
Το στοιχείο του αγώνα, που έκανε περισσότερο αίσθηση, ήταν η εμφάνιση του Hidegkuti. Ο Άγγλος κεντρικός αμυντικός, Harry Johnston, που είχε επιφορτωθεί το ατομικό του μαρκάρισμα, δεν ήξερε πώς να τον αντιμετωπίσει. Όταν ανέβαινε πιο ψηλά για να τον πλησιάσει, άφηνε ένα τεράστιο κενό στο κέντρο της άμυνας, όταν έμενε πίσω για να κλείσει αυτό το κενό, ο Hidegkuti είχε τεράστια ελευθερία να δημιουργεί μέσα στο γήπεδο. Αυτό φάνηκε από την πρώτη στιγμή, καθώς ο Hidegkuti πέτυχε το πρώτο του γκολ στο 1ο λεπτό της αναμέτρησης. Στο 13ο λεπτό ο Sewell ισοφάρισε, με τον Hidegkuti όμως να ξανασκοράρει στο 20ο λεπτό και τον Puskás με 2 γκολ στο 24′ και 27′ να κάνει το σκορ 1-4! Ο Mortensen μείωσε στο 38′ για να διαμορφώσει το 2-4 που ήταν και το σκορ του ημιχρόνου. Στο 50ο λεπτό, ωστόσο, ο Bozsik ξαναμεγάλωσε το προβάδισμα των Ούγγρων, πριν ο Hidegkuti ολοκληρώσει το hat-trick του στο 53′. Στο 57′ ο Ramsey με penalty διαμόρφωσε το τελικό 3-6, που αποτελούσε φυσικά μια συντριβή βιβλικών διαστάσεων για τους Άγγλους.
Οι Άγγλοι δεν ήξεραν από πού τους ήρθε, πίστευαν ότι με το παιχνίδι της δύναμης θα μπορέσουν να αντιμετωπίσουν την τεχνική των Ούγγρων. Αυτό φαίνεται και από τη στήλη του Frank Coles που έγραφε στη Daily Telegraph ότι “οι Ούγγροι ζογκλέρ μπορούν να σταματηθούν με μερικά δυνατά τάκλιν”.
Ωστόσο μετά το παιχνίδι η αντιμετώπιση της πραγματικότητας έκανε τη συζήτηση διαφορετική. Το ματς του αιώνα ήταν μια αναμέτρηση διαφορετικών σχηματισμών και όπως συμβαίνει συνήθως, ο νεότερος, ο πιο εξελιγμένος, είναι αυτός που θριαμβεύει. Ο Brian Glanville, ιστορικός συντάκτης του αγγλικού ποδοσφαίρου στους Times έγραφε ότι αυτή η ήττα “έδωσε μάτια στους τυφλούς”.
Πιο αναλυτικός ήταν ο Geoffrey Green στους Times, που εν είδη μνημόσυνου έγραφε την άλλη μέρα: “Οι Άγγλοι βρέθηκαν ως ξένοι σε έναν ξένο κόσμο, ένα κόσμο που πετούσαν κόκκινα φαντάσματα, γιατί έτσι έμοιαζαν οι Ούγγροι όπως κινούνταν με απαράμιλλο ρυθμό με την τεχνική τους και τα αποτελεσματικά τελειώματα, μέσα στις αστραφτερές φανέλες στο χρώμα του κερασιού. Θα μπορούσε κανείς να μιλήσει για τη νέα αντίληψη του ποδοσφαίρου όπως εξελίσσεται από τους Ευρωπαίους και τους Νοτιοαμερικάνους. Πάντα η κύρια κριτική απέναντι στο στυλ ήταν η αδυναμία της τελικής προσπάθειας. Θα σκεφτόταν κανείς, επίσης, ότι ίσως η τελειότητα του ποδοσφαίρου θα έπρεπε να αναζητηθεί κάπου αλλού πέρα από τη σκληρή, ανοιχτή βρετανική μέθοδο και αυτή την εμμονή στη διεισδυτικότητα. Χθες, οι Ούγγροι, με τέλεια ομαδικότητα, έδειξαν αυτό το μέσο δρόμο προς την τελειότητα.”
Στην Ουγγαρία, από την άλλη, η νίκη της ομαδικής αρτιότητας της Aranycsapat ερμηνευόταν ως νίκη του Σοσιαλισμού, απέναντι στην ατομικότητα των Άγγλων, μια οπτική την οποία τόνιζε κι ο ίδιος ο Sebes. Ωστόσο, αυτό που κατάφερε ο Sebes με αυτή την ομάδα δεν ήταν μία τακτική εξέλιξη, που στην ουσία περισσότερο υιοθέτησε παρά εμπνεύστηκε ο ίδιος. Η μεγαλοφυία του Sebes βρισκόταν στο ότι ανέλυσε όλες τις λεπτομέρειες αυτής της ποδοσφαιρικής ανάπτυξης, με τρόπο που θα γινόταν πολύ πιο συνήθης στο μοντέρνο ποδόσφαιρο, τις επόμενες δεκαετίες. Είναι χαρακτηριστικό ότι είχε επιλέξει να προπονεί την ομάδα με τις πιο βαριές αγγλικές μπάλες, σε ένα γήπεδο του οποίου ο αγωνιστικός χώρος είχε τις διαστάσεις του Wembley. Επίσης, στο σημειωματάριό του είχε αναλυτικές περιγραφές για όλες τις λεπτομέρειες της ανάπτυξης του αγωνιστικού πλάνου. Αυτό που εμφάνισε ο Sebes, ένα σύστημα που απαιτούσε συντονισμένη κίνηση των δημιουργικών παιχτών, αλληλοκάλυψη και αμυντική πειθαρχία, μετατρέποντας ουσιαστικά ένα σύστημα από 3-2-5 σε κάτι που έμοιαζε περισσότερο με 4-2-4, άνοιγε δρόμους για το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο επόμενων δεκαετιών.
Ήταν όμως η πρώτη φορά που συνέβη κάτι τέτοιο; Οι Άγγλοι, όπως γράφεται και παραπάνω, δεν είχαν πάρει το μάθημά τους. Ο πρώτος που έκανε αυτή τη μετατροπή ήταν ένας άλλος ανατολικοευρωπαίος, ο Boris Arkadiev, που με τη Dinamo Μόσχας διέλυσε τον ανταγωνισμό με μικρότερες αγγλικές ομάδες το 1949, μέχρι το 3-3 στο Stamford Bridge με την Chelsea. Ο Arkadiev χρησιμοποιούσε το 4-2-4 και μάλιστα το 1946 είχε γράψει ένα βιβλίο, την “Τακτική στο Ποδόσφαιρο” που μετατράπηκε σε “Βίβλο” για τους προπονητές στην Ανατολική Ευρώπη. Ο Sebes είχε σίγουρα μάθει πολλά από τις εμπειρίες του Arkadiev, αλλά είχε και ένα καλύτερο υλικό για να γράψει πιο λαμπρή ιστορία. Άλλωστε, οι τακτικές προσαρμογές του ήταν αυτές που έδωσαν χώρο στην τεχνική της λαμπρής εκείνης ουγγρικής γενιάς, ώστε με τη σειρά της να αφήσει ανεξίτηλο σημάδι στην παγκόσμια ιστορία του φουτμπώλ!