Το 1944 η Ελλάδα απελευθερώθηκε από το Ναζιστικό ζυγό, από το ΕΑΜ και το ένοπλο τμήμα του, τον ΕΛΑΣ. Στις 12 Οκτώβρη του 1944 οι τελευταίοι Γερμανοί στρατιώτες αποχώρησαν από την Αθήνα, σε μια στιγμή που οι δυνάμεις των Αντίστασης ανά την επικράτεια είχαν απελευθερώσει 9 από τα 10 κομμάτια του ελληνικού εδάφους. Λίγες μέρες αργότερα, στις 18 του Οκτώβρη, το πολιτικό προσωπικό της ελληνικής αστικής τάξης επιστρέφει στην απελευθερωμένη πατρίδα για να πάρει την εξουσία που είχε αφήσει φεύγοντας την ώρα που ο ελληνικός λαός υπέφερε την πείνα και ταυτόχρονα πολεμούσε ενάντια στον Κατακτητή.
Το πρόβλημα εκείνης της πολιτικής εξουσίας ήταν όμως ότι η Ελλάδα δεν ήταν η χώρα που είχαν αφήσει, είτε με τη Μεταξική δικτατορία, είτε με την έναρξη της τριπλής Κατοχής. Το 1944 ο οπλισμένος στρατός των απελευθερωτών ανταρτών είχε τη δύναμη να ορίσει διαφορετικά την Ιστορία του τόπου και η άσκηση της εξουσίας απέναντι στον ηρωικό λαό, εκ μέρους της αστικής τάξης, δεν ήταν μια εύκολη και ευθύγραμμη διαδικασία.
Οι προσπάθειες για σύσταση Κυβέρνησης εθνικής ενότητας, με τη συμμετοχή όλων των πολιτικών δυνάμεων, μέχρι την εξομάλυνση των δημοκρατικών διαδικασιών και τη διενέργεια εκλογών στην ελεύθερη πια Ελλάδα αποτελούσαν ουσιαστικά μια φάρσα, καθώς η αστική τάξη βλέποντας τον κίνδυνο να χάσει τη δυνατότητα διακυβέρνησης της χώρας είχε εξαπολύσει ένα κυνήγι απέναντι σε κάθε αγωνιστή, στο ίδιο το ΕΑΜ, προκείμενου να κάμψει τη δύναμή του.
Έτσι, την 1η του Δεκέμβρη του 1944, αποχωρούν από τη σχηματισμένη κυβέρνηση της “Εθνικής Ενότητας” οι υπουργοί του ΕΑΜ, Αλ. Σβώλος, Γ. Ζεύγος, Μ. Πορφυρογένης, Ν. Ασκούτσης, Ηλ. Τσιριμώκος και Α. Αγγελόπουλος, διαφωνώντας με την απόφαση της κυβέρνησης να προβεί σε διάλυση του ΕΑΜ. Το προηγούμενο βράδυ, η Κεντρική Επιτροπή του ΕΑΜ έστειλε τελεσίγραφο στην κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου, όπου ζητούσε να απευθύνει έκκληση στις κυβερνήσεις των συμμάχων της Μ. Βρετανίας, της Σοβιετικής Ένωσης και των ΗΠΑ, ενώ καλούσε το λαό να συμμετέχει σε απεργία το Σάββατο 2 του Δεκέμβρη και συγκέντρωση την Κυριακή 3 του Δεκέμβρη. Επίσης, ανασυγκρότησε και την Κεντρική Επιτροπή του ΕΛΑΣ.
Στις 2 του Δεκέμβρη η απεργία του Σαββάτου έχει τεράστια επιτυχία, με ατάκες καταστήματα να παραμένουν κλειστά. Η κυβέρνηση, που μόνο “εθνικής ενότητας” δεν είναι, ούτε για τους τύπου πλέον, υποδέχεται 6.000 Άγγλους στρατιώτες και δύο ελληνικά φασιστικά τάγματα από την Αίγυπτο. Το ίδιο βράδυ η Κυβέρνηση κηρύσσει παράνομη και τη συγκέντρωση της Κυριακής.
Παρά την απαγόρευση όμως ο λαός πλημμυρίζει τους δρόμους του κέντρου της Αθήνας και απέναντι σ’αυτό το φουσκωμένο λαϊκό ποτάμι η Κυβέρνηση αποφασίζει να ανοίξει πυρ, με αποτέλεσμα τους 21 νεκρούς και 140 τραυματίες εκείνης της μέρας. Την επομένη, στη γενική απεργία, ο λαός είναι και πάλι στο κέντρο της Αθήνας, διαδηλώνει για τους νεκρούς του απέναντι στους νέους τυρράνους και στην κεφαλή της πορείας βρίσκεται το ματοβαμμένο πανό “ΟΤΑΝ Ο ΛΑΟΣ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟΝ ΚΙΝΔΥΝΟ ΤΗΣ ΤΥΡΡΑΝΙΑΣ, ΔΙΑΛΕΓΕΙ Η ΤΙΣ ΑΛΥΣΙΔΕΣ Η ΤΑ ΟΠΛΑ”.
Η πορεία, που κηδεύει στο νεκροταφείο τα θύματα της Ματωμένης Κυριακής, δέχεται ξανά ένοπλη επίθεση από πρώην συνεργάτες των Ναζί, με 40 ακόμα νεκρούς και 70 τραυματίες να πέφτουν στους δρόμους της Αθήνας, ενώ την επομένη, ακόμα 30 νεκροί και 100 τραυματίες είναι ο απολογισμός των θυμάτων του λαϊκού κινήματος που απελευθέρωσε την Ελλάδα.
Στη συνέχεια, την αδυναμία των ελληνικών αρχών να ελέγξουν την κατάσταση, αναλαμβάνει να τερματίσει ο Βρετανός στρατηγός Ronald MacKenzie Scobie, ο οποίος ουσιαστικά εγκαθιδρύει στην Αθήνα μια βρετανική δικτατορία, κατά τη διάρκεια της οποίας ο βρετανικός στρατός συγκρούεται με τις ένοπλες δυνάμεις των ανταρτών. Οι βρετανοί προχωρούν σε εκκαθάριση του ανυπότακτου λαού, με μεθόδους που γνώριζαν καλά από την αποικιοκρατική τους πείρα.
Μία τέτοια εικόνα, με το βρετανικό τανκ να περνάει πάνω από το σώμα ενός νεαρού αγοριού, μετέφερε ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος, στη συλλογή “Γειτονιές του Κόσμου”, που εκδόθηκε το 1957 και περιέχει τη σκιαγράφηση της ελληνική ιστορίας την ηρωική και κρίσιμη δεκαετία του ’40.
Ο ήρωας του ποιήματος αυτού όμως είναι ένας ποδοσφαιριστής, ένα παιδί που παίζει μπάλα, όπως μπάλα έπαιζαν και οι Άγγλοι και τη μετέφεραν σε όλο τον κόσμο, με τους στρατούς και τους ναύτες τους. Κι αν, όπως έγραφε ο Galeano για τη δική του πατρίδα “Το ποδόσφαιρο είχε κάνει ένα υπέροχο ταξίδι: πρώτα οργανώθηκε στα κολέγια και πανεπιστήμια της Αγγλίας και έφερε χαρά στη ζωή των Νοτιοαμερικανών που δεν είχαν ποτέ πατήσει το πόδι τους σε σχολείο.”, το ίδιο συνέβη και στην Ελλάδα, όπου το ίδιο σπορ έγινε το παιχνίδι “στα γήπεδα της γειτονιάς με τις αγριομολόχες”. Ο Ρίτσος, ποδοσφαιριστής και ο ίδιος στην ομάδα του Άτλαντα Θυμαρακίων, καθρέφτιζε κάτι από τη δική του ψυχοσύνθεση στην παιδική προσωπικότητα του Παυλή.
Το ποίημα του Ρίτσου είναι ένας ύμνος, στη ζωή του λαού, την ιστορία της χαράς στη ζωή του, που κόβεται από τα γεγονότα της στρατιωτικής ιστορίας των ιμπεριαλιστών. Είναι η σφραγίδα αυτής της αντίθεσης, που θα πάψει να υπάρχει μόνο όταν σμπαραλιαστεί το ίδιο το σύστημα που γεννά τις αντιθέσεις στη ζωή και την ευημερία των ανθρώπων, διαγράφοντας προνόμια αφεντάδων και δημιουργώντας μια ελεύθερη ζωή για ελεύθερους λαούς!
“Τον είδες, Τζον, τον Παυλή; Δεν μπορεί θα τον είδες.
Μα κι αν δεν άκουσες κείνο το “ζήτω”
κι αν δεν πρόσεξες τη φλόγα των ματιών του,
θα το ‘νιωσες, δεν μπορεί να μην το ‘νιωσες
-καθώς περνούσαν οι ερπύστριες απάνω απ’ τον Παυλή-
θα το ‘νιωσες.
Κι έτσι σα να ‘δα που αναπήδησε το τανκ σου Τζον.
Ξέρεις για ποιον Παυλή σου λέω,
για κείνο το παιδί – θυμάσαι?
Για τον Παυλή σου λέω -Τι θόρυβος-
για κείνο το παιδί που πούλησε τα παπούτσια του
όταν οι Γερμανοί σκότωσαν τον Γιωργάκη.
Για κείνο το παιδί σου λέω που αγόρασε τη μπάλα,
τι θόρυβο που κάνουν Τζο τα κανόνια σας – πού να τ’ ακούσεις!
Για κείνο το παιδί
που ανήκε στην ποδοσφαιρική ομάδα του Γιωργάκη.
Κι εσείς, Τζον, δεν αγαπάτε το φουτ μπώλ?
Όμορφα παίζετε – το ‘δαμε κάποιο βράδυ στον κινηματόγραφο
μασουλώντας στραγάλια και πασατέμπο
και φωνάζοντας “ζήτω”, Τζον, για την ομάδα σας.
Γιατί η ομάδα σας -η Άρσεναλ- έπαιζε Τζον πολύ όμορφα
κι εμείς αγαπάμε τα όμορφα Τζον, κι εκτιμάμε το δίκιο
κι εμείς χειροκροτάμε το καλό – όποιο να ‘ναι
και δεν μπορούμε να μην πούμε την αλήθεια -το σωστό σωστό–
η Άρσεναλ έπαιζε πολύ όμορφα.
Θ’ αγαπάς, Τζον, κι εσύ το ποδόσφαιρο
κι ο Παυλής έπαιζε όμορφα -μ’ όλο που ήταν ξυπόλυτος-
Είχε γερά ποδάρια – λίγο στραβά είναι αλήθεια, απ’ το ποδόσφαιρο,
πολύ γερά ποδάρια και πλεμόνια κι εξυπνάδα
και γερά κόκαλα, Τζο, δεν μπορεί, θα το ‘νιωσες!
Όμορφα που ‘παιζε ο Παυλής – ονειρευόμασταν δικοί και ξένοι
όταν τον βλέπαμε τ’ απόγιομα να παίζει
στο γήπεδο της γειτονιάς
με τις αγριομολόχες
ονειρεύομασταν πως μεθαύριο θα γίνει
ο αρχηγός του κόκκινου ποδοσφαίρου
της Λαϊκής μας Δημοκρατίας!
Γιατί ο Παυλής -αν και ξυπόλυτος- έπαιζε Τζο σ’ όλες τις θέσεις
τόσο που παραξενευτήκαμε, Τζον, που δεν τα κατάφερε
στο τελευταίο παιχνίδι του να δώσει μια κλωτσιά
από κείνες τις γνωστές του
και να τινάξει, Τζον, το τανκ σου ως το Λονδίνο
ώσμε την κούτρα, Τζον, του κ. Τσώρτσιλ σας.
Μα ήταν, βλέπεις, ξυπόλυτος. Τι να σου κάνει;
Σου μιλάω για τον Παυλή πού ‘χε πουλήσει τα παπούτσια του –
δεν αξιώθηκε από τότε, Τζον,
να ξαναβάλει παπούτσι στα ποδάρια του
κι έτσι ξυπόλυτος σκοτώθηκε ο Παυλής το Δεκέμβρη”