Τα χρόνια μετά το 2020 δεν ήταν όπως τα προηγούμενα, όλα είχαν αλλάξει, όλοι είχαμε αλλάξει. Δεν ήμασταν οι μικροί και αδικημένοι, ήμασταν οι μεγαλωμένοι, δυνατοί, ανίκητοι και φυσικά εχθροί ενός συστήματος που παίζαμε μέσα στην έδρα του. Αυτή ήταν η σημασία του γκολ του Βαρέλα, η σημασία του αήττητου νταμπλ, οι κερδισμένοι τελικοί στο ΟΑΚΑ, το κερδισμένο πλάγιο, το γκολ στο Αγρίνιο, στην Τρίπολη και άλλα τόσα. Πλέον η γενιά μας δεν έψαχνε στιγμές και ήρωες σε ένα ένδοξο παρελθόν, αλλά γεννούσε κάθε χρόνο, κάθε αγώνα, τη δική της μυθολογία. Ο δικέφαλος μεγάλωσε και άλλαξαν πολλά – κι εμείς ακόμα εδώ πιστά, σε μία νέα ποιότητα υποστήριξης, πάθους και αφοσίωσης.
Αλλάξαμε πολύ – αφήσαμε σιγά σιγά πίσω μας τα μικρόφωνα, τα μελάνια, τους παράγοντες που τα κρατούσανε και βρήκαμε νέα ποιότητα στην επικοινωνία, γιατί πλέον δεν έφτανε να καλύψει καμία ανάγκη μας οποιοσδήποτε επαγγελματίας που πληρωνόταν μέσα σε ένα κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο που ευνοεί την αποδοχή του απαράδεκτου, απλά και μόνο επειδή αυτή προέρχεται από την όποια εξουσία και αναπαράγεται από τους παπαγάλους της. Μ’ αυτή την έννοια αλλάξαμε και την κριτική μας, ξαναγίναμε εκείνος ο ατρόμητος, ο μεγάλος σύλλογος με “την αλήθεια της Τούμπας”, ενός δικαστηρίου που έκρινε πάντα με βάση το τίμιο, αναγνώριζε την προσπάθεια και κατακεραύνωνε την ατιμία.
Αλλάξαμε και μάθαμε να κρατάμε στην οικογένεια αυτούς που έδωσαν σ’αυτήν. Βρήκαμε ξανά βηματισμό πίσω από την καθοδήγηση ενός ξένου, γιατί όλοι άλλωστε ξένοι ήρθαμε στον τόπο που οικοδεσπότης είναι μόνο ο Σύλλογος. Κι αν ήρθε από τη Ρουμανία, βάλαμε ακόμα μια βαλκανική σημαία δίπλα στην άλλη, αυτή της οπαδικής μας ταυτότητας, για να τονίσουμε τα χαρακτηριστικά της πόλης που κοσμεί ο σύλλογός μας. Φτιάξαμε με τα υλικά που ήδη είχαμε τη νέα, τη μοντέρνα, αλλά και πέρα για πέρα και σε βάθος αληθινή ταυτότητα, που δεν είχε πια ανάγκη να μιλάει για τον παππού που ξεκινούσε από την Πολίχνη με τα πόδια για την Τούμπα, αλλά αντικατοπτρίζοντάς τον σε μια άλλη εποχή, είχε τους δικούς της ήρωες στα ίδια τσιμέντα, που θα έχουν να αφηγούνται τις δικές τους ιστορίες.
Με αυτά τα όπλα στην οπαδική φαρέτρα μας κι αυτό το μεγάλωμα στα φτερά μας πήγαμε να κάνουμε κάτι πολύ διαφορετικό από άλλες φορές. Γιατί το 2019 έγινε κάτι ασύλληπτο, αλλά αυτό ήταν τόσο ασύλληπτο που η επόμενη κατάκτηση της κορυφής θα ήταν ένα πραγματικό σενάριο επικού σινεμά. Κανείς δεν ήξερε πότε και πώς θα δούμε αυτή την ταινία, αλλά τώρα που αποχαιρετάμε τη χρονιά αυτή το ξέρουμε, ότι ήταν το 2024, η επικότερη χρονιά στην ιστορία του ΠΑΟΚ.
Σήμερα, καθώς τα δευτερόλεπτα κυλούν για να σημαδέψουν το πέρασμα σε μια νέα χρονολογική αριθμητική ποιότητα, οι αναμνήσεις ξεσηκώνονται και άγονται προς το σεντούκι που γίνεται η κατακλείδα για αυτά τα μεγάλα που ποτέ δεν καταφέραμε να εκφράσουμε στο βαθμό που η ψυχή μας να φτάσει το μέγεθός τους. Αυτή ήταν η 19η Μαΐου του 2024, μια μέρα που δε θα μπορέσει να καταλάβει κανένας άλλος, γιατί κι εμείς ποτέ δε θα μπορέσουμε να περιγράψουμε.
Ο ΠΑΟΚ πήρε για πρώτη φορά στον 21ο αιώνα το Πρωτάθλημα το 2018 – και επειδή το πήρε με τρόπο κανονικό, του το κλέψανε. Μετά το πήρε ξανά το 2019 – και επειδή το πήρε με τρόπο που έκοψε την ανάσα όλων, δε μπόρεσαν να του το κλέψουνε. Μετά πήγαινε να πάρει εκείνο του 2020 – και επειδή θα το έπαιρνε με τρόπο που θα γινόταν η κανονικότητα, πήγαν να κλέψουν την ίδια την ψυχή του ΠΑΟΚ. Το επόμενο λοιπόν θέα ήταν μια τεράστια ιστορία.
Ο μόνος τρόπος να πάρει ο ΠΑΟΚ το Πρωτάθλημα θα ήταν εκεί που δεν τον περιμέναν – και τον ΠΑΟΚ του 2024 δεν τον περίμενε κανείς, ίσως μόνο εκείνοι οι τρελοί που επαναλάμβαναν με τόνο ρεαλιστικό αυτή τη φορά, το ρητό εκείνου του αείμνηστου Πασχάλη: “Πρωτάθλημα Φέτος Ο ΠΑΟΚ”. Ο ΠΑΟΚ έπαιξε το καλύτερο ποδόσφαιρο, έκανε ξανά και ευρωπαϊκή υπέρβαση, αλλά ήταν πιο πιθανό να πάρει έναν ευρωπαϊκό τίτλο, παρά το ελληνικό πρωτάθλημα. Γι’αυτό και το Πρωτάθλημα του ΠΑΟΚ δε συγκρίνεται με κανέναν άλλο τίτλο ελληνικού συλλόγου, είτε εντός είτε εκτός των συνόρων.
Για να πάρει ο ΠΑΟΚ το πρωτάθλημα ΕΠΡΕΠΕ να χάσει από τον Άρη, ΕΠΡΕΠΕ να μην κερδίσει τη Λαμία. Ο ΠΑΟΚ έπρεπε να μοιάζει ακίνδυνος, ώστε να χτυπήσει μόνο τότε που δε θα τον περίμενε κανείς, με πραγματικό αντάρτικο. Υπήρχε μόνο ένα σενάριο να κερδίσει ο ΠΑΟΚ το πρωτάθλημα κι αυτό έλεγε ότι ΕΠΡΕΠΕ να κερδίσει 4 παιχνίδια στη σειρά, με το τελευταίο να είναι σημαδεμένο λίγα μέτρα μακριά από την έδρα του, στο γήπεδο του συμπολίτη αντιπάλου, που είχε τους δικούς του σκοπούς, αφήνοντας έναν τίτλο για τον ίδιο, προκειμένου να μην κερδίσει τον τίτλο η ομάδα της πόλης, μάλιστα μέσα στην έδρα του. Ο ΠΑΟΚ έπρεπε να έχει έναν διαιτητή που τον έσφαζε στην τελευταία αγωνιστική, στη σημαδεμένη ημερομηνία της 19ης Μαΐου, προκειμένου να φτάσει στην κορυφή, δε γινόταν να κερδίσει με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, γιατί σε κάθε άλλη περίπτωση θα βρισκόταν ένας “άλλος” λόγος για να μην κερδίσει, είτε μέσα είτε κυρίως έξω από τα γήπεδα.
Η επική ταινία δε θα μπορούσε να μην έχει και τις παράλληλες ίντριγκες, με τις σακούλες χαρτονομισμάτων να κάνουν βόλτα σε ξενοδοχείο της Θεσσαλονίκης και τους ιδιοκτήτες των συνδιεκδικητών να εμφανίζονται στη …λάθος πόλη το βράδυ πριν τον κρισιμότατο αγώνα των ομάδων τους. Όπως όλοι οι τραγικοί ήρωες, δε γνώριζαν ότι οι πράξεις τους αυτές, πράξει ύβρεως, απλά επιβεβαίωναν τα χαρακτηριστικά της τραγικής ειρωνίας, αυτής που παρατηρούμε σήμερα ξεκάθαρα χάρη στη χρονική απόσταση και πολλοί από εμάς καταλαβαίναμε ως υποκείμενα του σεναρίου που περιείχε strong mentality, responsibility και determination.
Εκείνη τη μέρα, τη 19η του Μάη, ήμουν στο διαμέρισμά μου στο Λονδίνο. Όταν ξεκινούσαν οι αγώνες μπορούσα να ανοίξω τη μετάδοση για να βλέπω τις ιστορικές στιγμές. Δε γινόταν, η φυσική μοναξιά, η απόσταση, δεν επέτρεπε στην ψυχή να συμπορευτεί με την ένταση των όσων εξελίσσονταν. Έκλεισα τα τηλέφωνα, τις τηλεοράσεις, το ίντερνετ ακόμα, για να μην έχω καμία επαφή με τον έξω κόσμο. Έβαλα στην τηλεόραση να παίζει το “Ας Περιμένουν Οι Γυναίκες”, μια ταινία-καθρέφτης της κοινωνίας μας, που κι αυτήν όμως δε μπορούν να αντιληφθούν ως καλλιτεχνικό βάθος όσοι δε μπορούν να αντιληφθούν το ιστορικό βάθος ενός ασπρόμαυρου πρωταθλήματος. Όταν τέλειωνε η ταινία θα ήξερα και τα τελικά σκορ, τότε θα άνοιγα το ίντερνετ. Όταν πέρασε η ώρα η μπίλια δεν είχε πάει στο 36 κόκκινο, είχε στρογγυλοκαθήσει στο ασπρόμαυρο, το 19, το 5, το 24, το 31, το 11, τα νούμερα δε μετρούσαν πια, ήταν το μεγαλύτερο πρωτάθλημα όλων των εποχών – και ήταν έτσι επειδή το είχε κερδίσει ο ΠΑΟΚ.
Στα χασομέρια του χρόνου, πριν λίγες ώρες, μετρούσαν όλοι τα καλά, τις μεγάλες στιγμές της χρονιάς, για να τις φυλάξουν στο κάθε σεντούκι των καλών αναμνήσεων. Τότε θυμήθηκα τη 19η του Μάη και δε μπόρεσα να σταματήσω να συγκινούμαι, γιατί εκείνη τη μέρα δεν υπήρχε κανείς τριγύρω να καταλάβει τι συνέβαινε μέσα στη δική μου ψυχή. Μακάριοι αυτοί που βρέθηκαν στην Τούμπα και τους δρόμους της Θεσσαλονίκης, στη μαζικότητα της ημέρας, για να βρει διέξοδο και λύτρωση η αναμονή τους. Εμείς, όσοι ήμασταν μακριά, θα περιμένουμε για να τη ζήσουμε μια άλλη στιγμή, γιατί ήταν τόσο μεγάλη που δε μπόρεσε με τίποτα να βγει ολόκληρη από μέσα μας. Στα χρόνια που θα έρθουν θα διοχετευτεί αλλού, σε πολλά άλλα πράγματα, όπως αυτός εδώ ο χώρος για το ποδόσφαιρο, που ξεκίνησε να γεννιέται ως πνευματική ανάγκη εκείνες τις μέρες.
Το 2024 είχε το θαύμα του – και ήταν ασπρόμαυρο. Οι επόμενες ιστορίες της ασπρόμαυρης μυθολογίας της γενιάς μας θα είναι και πάλι θαύματα, γιατί δε γίνεται αλλιώς. Εκείνοι που κυνηγάνε τον ΠΑΟΚ απλά θα συνεχίσουν να γίνονται οι απαραίτητοι δράκοι στην ιστορία μας, με μια φωτιά που δε μπορεί πια να κάνει τα όνειρά μας στάχτη.
Ο παλιός ο ΠΑΟΚ, αυτός “των παππούδων μας”, ήταν ένα τραγούδι σκληρό, αυτό της προσφυγιάς, ανάμεσα στο μοιρολόι αλλά και την πενιά του σαββατόβραδου. Ο δικός μας ΠΑΟΚ είναι ένα τραγούδι του Λοΐζου, που αν και ερχόταν από αλλού ερωτεύτηκε κι αυτός τον ίδιο σύλλογο, ένα τραγούδι που κλείνει μέσα του ταυτόχρονα την τρυφερότητα αλλά και τη δύναμη της ψυχής μας, που έγιναν κι οι δύο μεγαλύτερες εκείνο το βράδυ του Μάη.