Press "Enter" to skip to content

Η γέννηση του ποδοσφαίρου στη Βρετανία

Η ιστορία του ποδοσφαίρου χάνεται στα βάθη της ιστορικής ύπαρξης της ανθρωπότητας, με την αναζήτηση των αιτιών που το είδος μας ασχολήθηκε με ένα παιχνίδι με μπάλα να αγγίζει βιολογικά ως και φιλοσοφικά ερωτήματα. Η κωδικοποίηση και ανάπτυξη του παιχνιδιού, όπως το γνωρίζουμε σήμερα, όμως, θέτει πιο συγκεκριμένα ερωτήματα, όχι τόσο για την ύπαρξή μας, αλλά για τον τρόπο που λειτουργούμε μέσα στις κοινωνίες και τους διάφορους κοινωνικοοικονομικούς σχηματισμούς, γιατί το παιχνίδι των ανθρώπων είναι ο καθρέφτης και της κοινωνικής ιστορίας μας. Έτσι, ως συνέχεια της ανάλυσης της ιστορικής διαδρομής που διαμόρφωσε τα ποδοσφαιρικά παιχνίδια, σκύβουμε πλέον πάνω από τις συνθήκες που όρισαν τη φυσιογνωμία του σύγχρονου σπορ την κοιτίδα του, τη Μεγάλη Βρετανία, σε μια περίοδο που δε γέννησε μόνο το σύγχρονο ποδόσφαιρο, αλλά και το σύγχρονο κόσμο.

Γιατί το ποδόσφαιρο είναι βρετανικό; Γιατί αυτό που παίζεται σήμερα σε όλο τον κόσμο είναι το “English game” και όχι κάποια εξέλιξη του cuju, του pok-ta-pok, του calcio, της soule, ή ακόμα και της ελληνικής επίσκυρου; Γιατί το βρετανικό ποδόσφαιρο του όχλου – και όχι κάποιο άλλο – είναι αυτό που αποτέλεσε τη μήτρα για τη γέννηση του φουτμπώλ;

Η αναζήτηση των αιτιών της επικράτησης του βρετανικού παιχνιδιού και της παγκόσμιας εξάπλωσής του μας οδηγεί στις αιτίες της οικουμενικότητας ενός εθνικού πολιτισμού, με την είσοδο της ανθρωπότητας στον καπιταλισμό και την ουσιαστική ολοκλήρωση της παγκοσμιοποίησης. Παίζουμε σε όλο τον κόσμο στο αγγλικό σπορ για τον ίδιο λόγο που σε όλο τον κόσμο μιλάμε αγγλικά. Το ποδόσφαιρο είναι γέννημα του μετασχηματισμού των κοινωνιών από φεουδαρχικές σε καπιταλιστικές και η εξάπλωση του γέννημα της Αυτοκρατορίας που είχε τη μερίδα του λέοντος όσο αφορά την εξάπλωση αυτού του συστήματος σε όλο τον πλανήτη. Η ιστορική διαδικασία που αποτέλεσε τον καταλύτη για αυτή τη διαδικασία κοινωνικοοικονομικής εξέλιξης και παγκόσμιας εξάπλωσης είναι η βιομηχανική επανάσταση. Το ποδόσφαιρο είναι λοιπόν παιδί της βιομηχανικής επανάστασης… που έγινε στην Αγγλία!

Η βιομηχανική επανάσταση

Γιατί όμως η βιομηχανική επανάσταση έγινε στην Αγγλία; Ήταν οι Βρετανοί οι πρώτοι διδάξαντες του καπιταλισμού; Η απάντηση στη δεύτερη ερώτηση είναι αρνητική. Ο καπιταλισμός δεν συναντάται για πρώτη φορά στη Βρετανία, ή σε κάθε περίπτωση – για να μην μπούμε σε πολλές ιστορικές λεπτομέρειες – δε συναντάται μόνο στη Βρετανία. Ωστόσο, ενώ και άλλες χώρες είχαν εφαρμόσει πολιτικές που οδηγούσαν στη γέννηση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής από τον 16ο και 17ο αιώνα, για μια σειρά από λόγους, στη Βρετανία αυτές οι σχέσεις μπόρεσαν να εξελιχθούν πιο γρήγορα και έτσι η χώρα αυτή να γίνει η κοιτίδα του νέου τρόπου παραγωγής και της τεράστιας ιστορικής σημασίας Βιομηχανικής Επανάστασης.

Οι λόγοι αυτοί είναι πολλοί: Ένας λόγος είναι η φυσική γεωγραφία και οι διαθέσιμες πλουτοπαραγωγικές πηγές της χώρας. Ως νησιωτική χώρα η Βρετανία έχει τη δυνατότητα να αναπτύξει λιμάνια σε όλη την περιφέρειά της, τα οποία χρησιμεύουν στο εμπόριο προς και από κάθε γωνιά του πλανήτη. Το φυσικό της ανάγλυφο, με την ύπαρξη πολλών πλωτών ποταμών, επιτρέπει την εύκολη επικοινωνία των λιμανιών με την ενδοχώρα, κάτι πολύ σημαντικό σε εποχές πριν την ανάπτυξη σύγχρονων μέσων χερσαίας μεταφοράς, όπως ο σιδηρόδρομος. Την ίδια στιγμή, τα αποθέματα άνθρακα και σιδήρου, που είναι βασικές πηγές για τη βιομηχανική ανάπτυξη, μπορούσαν μέσω των οδών αυτών να μεταφέρονται εύκολα και μέσα στην επικράτεια της μητρόπολης, αλλά και σε όλο τον κόσμο, στα πέρατα της αναπτυσσόμενης αυτοκρατορίας.

Στα τέλη του 18ου και αρχές του 19ου αιώνα, στη Βρετανία υπήρχαν ήδη και οι συνθήκες για τον ταχύτατο μετασχηματισμό του τρόπου παραγωγής. Η προϋπάρχουσα αγροτική επανάσταση αύξησε εκθετικά τα αποθέματα τροφής με την ανάγκη λιγότερης χειρονακτικής εργασίας για την παραγωγή της. Αυτό οδήγησε αφενός στην ύπαρξη περίσσιας εργατικής δύναμης που μπορούσε να αξιοποιηθεί στην πρώιμη βιοτεχνία, αλλά επίσης και στη δυνατότητα συντήρησης του πληθυσμού που δεν παρήγαγε τρόφιμα, αλλά βιομηχανικά αγαθά. Η περίσσια παραγωγή με τη σειρά της είναι και η βάση για τη δημιουργία της συγκεντροποίησης του κεφαλαίου στις αγροτικές περιοχές. Έτσι δημιουργήθηκε μια αστική τάξη, ως μετεξέλιξη των φεουδαρχών που κατείχαν τα μεγάλα κομμάτια γης, η οποία απολάμβανε τεράστια κέρδη από την εξέλιξη των τεχνικών στην αγροτική παραγωγή και παράλληλα μπορούσε να κάνει επενδύσεις στη νεοαναπτυσσόμενη βιομηχανία. Την οικονομική αυτή ανάγκη κάλυπτε ένα ήδη εδραιωμένο χρηματοπιστωτικό σύστημα που ήταν ικανό να δώσει μεγάλες πιστώσεις για τη γρήγορη ανάπτυξη των βιομηχανικών μέσων παραγωγής. Η Τράπεζα της Αγγλίας, αλλά και ιδιωτικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, δρώντας σε ένα υπερβολικά σταθερό πολιτικό περιβάλλον, είχαν τη δυνατότητα να παρέχουν δάνεια για υψηλού ρίσκου επενδύσεις, με τον κύκλο του χρήματος να εξασφαλίζει και την ταχύτατη ανάπτυξη των δικών τους χρηματοπιστωτικών αποθεμάτων. Οι πρώτες αυτές βιομηχανικές επενδύσεις αφορούσαν κυρίως τη βιομηχανία της υφαντουργίας, της εξόρυξης και των υποδομών.

Ωστόσο, για την ταχύτατη καπιταλιστική ανάπτυξη δεν αρκεί η ανάπτυξη της παραγωγής, αλλά η λεγόμενη ολοκλήρωση του προϊόντος, δηλαδή η δυνατότητα αυτό να φτάσει ως την πώληση. Οι παραγωγικές δυνάμεις μπόρεσαν να αναπτυχθούν ταχύτατα στη Βρετανία επειδή υπήρχε και η διαθέσιμη αγορά που μπορούσε να στηρίξει την ολοκλήρωση των παραγόμενων προϊόντων της. Η παγκόσμια κυριαρχία στη ναυσιπλοΐα εξασφάλιζε την πιο γρήγορη μεταφορά των προϊόντων σε όλο τον κόσμο, έναν κόσμο που ήταν σε ένα πολύ μεγάλο κομμάτι του Βρετανικό έδαφος, αφού το λεγόμενο “red on the map”, το κόκκινο στον παγκόσμιο χάρτη, που συμβόλιζε τις κτήσεις της Αυτοκρατορίας, κάλυπτε κάτι που πλησίαζε το ήμισυ των χερσαίων τμημάτων του πλανήτη μας. Η κυριαρχία στη ναυσιπλοΐα και ο έλεγχος της μεγαλύτερης “εγχώριας” αγοράς που έχει γνωρίσει η ανθρωπότητα εξασφάλιζαν στη Βρετανία τη θέση του κέντρου του παγκοσμίου εμπορίου και άρα το προνομιακό πεδίο για καπιταλιστικές επενδύσεις και συνεπώς τη βιομηχανική ανάπτυξη.

Κι αν δεν έφταναν όλα αυτά, το φαινομενικά υψηλό ρίσκο των μεγάλων επενδύσεων στη βιομηχανία συρρικνωνόταν μέσα από τη θέσπιση μιας σειράς νόμων προστασίας της ατομικής ιδιοκτησίας, οι οποίοι δεν έβρισκαν ισχυρή αντίσταση. Την ίδια στιγμή μάλιστα που στον υπόλοιπο κόσμο οι αστικοδημοκρατικές επαναστάσεις τάραζαν συθέμελα τις καθεστηκυίες τάξεις των μεγάλων εθνικών κρατών, στη Βρετανία δεν υπήρχε καμία μείζονα πολιτική αναταραχή, πόσο μάλλον πολιτική επανάσταση.

Σ’αυτό το περιβάλλον το φαινομενικό συμφέρον των παραγωγών, είτε των ιδιοκτητών των μέσων παραγωγής, των αριστοκρατών που εξελίσσονταν σε μια άριστο-αστική τάξη, είτε των συντεχνιών, οδηγούσε σε μια πρωτόγνωρη ανάπτυξη των τεχνικών παραγωγής. Εφευρέσεις κλειδιά για το ξεμπλοκάρισμα των παραγωγικών δυνατοτήτων, όπως η ατμομηχανή, οι αργαλειοί τύπου spinning Jenny και power loom, καθώς και διαδικασίες τήξης του σιδήρου εμφανίστηκαν σ’εκείνο το περιβάλλον. Οι τεχνίτες που οργανώνονταν σε συντεχνίες εξέλιξαν ταχύτατα τον τρόπο παραγωγής στην υφαντουργία, τη μεταλλευτική και τη ναυπηγική, θέτοντας τις βάσεις για την παραπέρα επιτάχυνση της οικονομικής ανάπτυξης. Μαζί με τις τεχνικές αναπτύχθηκαν, σχεδόν ως φυσική ανάγκη, και οι υποδομές, με την κατασκευή χερσαίων δρόμων, καναλιών, καθώς και του σιδηδροδρόμου, μετατρέποντας μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα τη νησιωτική χώρα για πρώτη φορά σε ένα δίκτυο μεταφοράς εμπορευμάτων από την ενδοχώρα προς τα λιμάνια και τα πέρατα του κόσμου.

Κι αν μία πηγή εισοδήματος για τους ιδιοκτήτες αυτού του παραγόμενου πλούτου ήταν η Αυτοκρατορία, πολύ γρήγορα η δυνατότητα παραγωγής αγαθών οδήγησε και στην αύξηση των αναγκών της εσωτερικής αγοράς της μητρόπολης, με τις κυρίαρχες τάξεις να επιδιώκουν τη βελτίωση του βιοτικού τους επιπέδου.

Η γέννηση της εργατικής τάξης στο βρετανικό καπιταλισμό

Όμως, αυτή η εξέλιξη δεν ήταν ονειρική και παραδεισένια για όλους. Ο καπιταλισμός πέρα από αμέτρητο συσσωρευμένο κέρδος για την κυρίαρχη τάξη, γέννησε και τον πραγματικό παραγωγό αυτού του πλούτου: την εργατική τάξη. Μέσα στο 19ο αιώνα, εκατομμύρια άτομα εγκατέλειψαν τις αγροτικές περιοχές για να μεταναστεύσουν σε βιομηχανικές πόλεις. Η ζωή στην ύπαιθρο γινόταν αφόρητη, καθώς η προσφορά εργατικής δύναμης ήταν πολύ μεγαλύτερη από τη ζήτηση. Αυτό είχε φυσικά αντίκτυπο στα εισοδήματα, με τους μεγαλύτερους μισθούς που προσέφεραν οι θέσεις εργασίας στη βιομηχανία των πόλεων να αποτελεί σημαντικό κίνητρο μετοίκησης, κυρίως για το νεαρότερο πληθυσμό με μεγαλύτερα κομμάτια των ελάχιστα μορφωμένων να μεταναστεύουν πιο εύκολα από τους εντελώς αναλφάβητους. Η ύπαρξη του σιδηροδρόμου και η ευκολία του ταξιδιού έκανε ακόμα πιο εύκολη αυτή την απόφαση, αφού ένα ταξίδι ημερών προς τον τόπο της νέας εγκατάστασης ήταν πλέον υπόθεση μερικών ωρών.

Ποιες συνθήκες έβρισκαν όμως στις βιομηχανικές πόλεις οι νεομεταφερμένοι εργάτες; Τα πυκνοκατοικημένα αστικά κέντρα και κυρίως η εργατικές συνοικίες πόλεων όπως το Μάντσεστερ, το Λίβερπουλ και το Μπέρμιγχαμ έγιναν σύμβολα αστικού υπερπληθυσμού και φτώχειας. Οι συνθήκες στέγασης ήταν άθλιες, με ελλιπή αποχέτευση και υγιεινή σε υποβαθμισμένα σπίτια και “παραγκουπόλεις”. Η υγρασία και ο ανεπαρκής αερισμός ευνοούσαν την εξάπλωση ασθενειών, όπως η χολέρα και η φυματίωση. Αποτέλεσμα αυτής της υπερσυγκέντρωσης ήταν τα υψηλά ποσοστά θνησιμότητας, ειδικά όσο αφορά τα παιδιά της εργατικής τάξης.

Η ζωή στις εργατικές συνοικίες του Λονδίνου, στην αλλαγή του αιώνα.

Όμως οι συνθήκες δεν ήταν άσχημες μόνο στο σπίτι, αντίστοιχη εξαθλίωση υπήρχε και στους χώρους εργασίας. Υπό καθεστώς υπερεκμετάλλευσης της εργατικής τους δύναμης, άνδρες, γυναίκες και παιδιά εργάζονταν από 12 ως 16 ώρες στα εργοστάσια. Οι μισθοί των ανδρών έφταναν μόνο για τα βασικά αγαθά, ενώ οι γυναίκες και τα παιδιά αμείβονταν ακόμα πιο πενιχρά. Οι κρίσεις υπερπαραγωγής, σύμφυτες του συστήματος ακόμα και στις πρώιμες φάσεις της πιο ραγδαίας ανάπτυξης του, οδηγούσαν σε μαζικές απολύσεις και ανεργία, καθιστώντας τη ζωή των εργατών ασταθή και γεμάτη ανασφάλεια.

Όσο αφορά τη γεωγραφία των πόλεων, οι συνθήκες αυτές οδήγησαν σε μια διχοτόμηση των αστικών κέντρων. Οι πλούσιοι ζούσαν σε καλύτερες συνοικίες με πρόσβαση σε υπηρεσίες υγιεινής και χώρους πρασίνου, ενώ οι εργάτες στριμώχνονταν σε υποβαθμισμένες συνοικίες. Οι πλούσιοι και η μεσαία τάξη είχαν “τύφλωση” απέναντι στη φτώχεια. Από τη στιγμή που αυτή δε βρισκόταν έξω από την αυλή τους αδιαφορούσαν για την ύπαρξή της, μάλιστα στην αστική ανάγνωση της ιστορικής περιόδου μεταφέρεται αυτή η φαινομενική άγνοια για τις συνθήκες διαβίωσης της μεγάλης μάζας του πληθυσμού των κέντρων της καπιταλιστικής βιομηχανικής ανάπτυξης. Η μοναδική αντίδραση της αστικής τάξης, μέσω της ελεημοσύνης αλλά και κάποιων στοιχειωδών μέτρων εκ μέρους της πολιτικής εξουσίας, αφορούσε ελάχιστα έργα αποχέτευσης και θέσπιση υγειονομικών κανονισμών, στο βαθμό που αυτά μπορούσαν να εμποδίσουν την εξάπλωση των ασθενειών στις περιοχές των πλουσίων.

Αγορά σε εργατογειτονιά του Kensington, περί το 1860

Τη στιγμή που οι συνθήκες εξαθλίωσης αποτελούσαν όμως έναν φυσικό κίνδυνο για την εργατική τάξη, η γενίκευσή τους αποτέλεσε και την αιτία γέννησης της ταξικής της συνείδησης. Οι εργάτες ανέπτυξαν στενούς δεσμούς μέσα από κοινές εμπειρίες φτώχειας, δουλειάς και διασκέδασης. Οι γειτονιές έγιναν μικρο-κοινότητες όπου η αλληλοβοήθεια ήταν αναγκαία. Γεννήθηκαν οι πρώτοι εργατικοί θεσμοί, σύλλογοι και σωματεία, πάνω στην ανάγκη για συλλογική δράση, που οδήγησαν στη δημιουργία εργατικών συνδικάτων, τα οποία με τη σειρά τους αποτέλεσαν τη βάση για πολιτική κινητοποίηση. Η διεκδίκηση της ζωής για την εργατική τάξη μέσα στα βρετανικά βιομηχανικά κέντρα γέννησε και ένα ιστορικά πρωτόγνωρο αίτημα των κολασμένων της γης: τη διεκδίκηση του ελεύθερου χρόνου, ουσιαστικά του κομματιού εκείνου της συνύπαρξης της ελεύθερης ζωής δίπλα από τη δουλεία της εργασιακής εκμετάλλευσης.

Ένα από τα πρώτα μεγάλα επιτεύγματα αυτής της πολιτικής κινητοποίησης και της ταξικής συγκρότησης των εργατών ήταν ο Νόμος για τη 10ωρη εργασία, το λεγόμενο Factories Act του 1847. Ο νόμος αυτός αποτέλεσε την εξασφάλιση του δικαιώματος στη ζωή για την εργατική τάξη, γέννησε ουσιαστικά για πρώτη φορά τον προστετευμένο από το Νόμο ελεύθερο χρόνο της – αυτή ήταν και μια τομή στην ανάπτυξη ενός παιχνιδιού που θα την εξέφραζε!

Ο αντίκτυπος της αστικοποίησης στον ελεύθερο χρόνο

Ο ελεύθερος χρόνος στα βιομηχανικά αστικά κέντρα όμως έπρεπε να έχει αναγκαστικά νέο περιεχόμενο, καθώς έπρεπε να διαφέρει από τον τρόπο αναψυχής στα μεγάλα πεδία, τις δασικές εκτάσεις και τους αγρούς. Οι εργατικές συνοικίες, αν και περιορισμένες σε υποδομές, παρείχαν κεντρικούς ανοιχτούς χώρους όπου μπορούσε να αξιοποιηθεί συλλογικά ο ελεύθερος χρόνος. Η αυξανόμενη τυποποίηση των αστικών περιοχών περιόρισε της αυθόρμητες δραστηριότητες, όπως τα παλιά τοπικά ποδοσφαιρικά παιχνίδια σε χωράφια, αντικαθιστώντας τες από νέες, μεταμορφώνοντας και τη φυσιογνωμία του παιχνιδιού. Έτσι, το ανοιχτό και ακαθόριστο ποδόσφαιρο του όχλου μεταμορφωνόταν σε αυτό που θα κωδικοποιούνταν στα μέσα του 19ου αιώνα ως το σύγχρονο ποδοσφαιρικό παιχνίδι, το association football, αυτό που όλος ο πλανήτης, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, αποκαλεί φουτμπώλ.

Πέρα από την τυποποίηση του χώρου, ωστόσο, υπήρξε και τυποποίηση του χρόνου. Μία μεγάλη εξέλιξη σ’αυτή την υπόθεση ήταν η υιοθέτηση της καθολικής οικουμενικής ώρας. Η κύρια ανάγκη για την θεσμοθέτηση ενιαίας ώρας ήταν ο σιδηρόδρομος. Πριν την ανάπτυξή του, κάθε περιοχή όριζε την ώρα της τοπικά, με βάση τον ηλιακό κύκλο. Ωστόσο, η ανάγκη προγραμματισμού των σιδηροδρομικών συνδέσεων, καθώς και των συνδεόμενων με αυτές εργασιών και γενικότερα της παραγωγής, οδήγησε και στην ανάγκη συμφωνίας για μια ενιαία ώρα. Το 1847 θεσπίστηκε η Greenwich Mean Time, ενώ μέχρι το 1880, η αναφερόμενη από τα αρχικά της ως GMT καθιερώθηκε ως η επίσημη ώρα σε ολόκληρη τη χώρα.

Με τυποποιημένο το χρόνο της παραγωγής οι εργάτες, αποτελώντας ουσιαστικά ένα έμψυχο εργαλείο της, είχαν και τυποποιημένο χρόνο εργασίας και άρα τυποποιημένο ελεύθερο χρόνο. Οι δραστηριότητες αναψυχής έπρεπε επίσης να εναρμονιστούν με αυτά τα χρονικά όρια, οδηγώντας και στη μετατροπή του ακαθόριστου χρονικά παιχνιδιού σε μια δραστηριότητα με προκαθορισμένη χρονική αρχή και τέλος.

Υπό αυτές τις συνθήκες το ποδόσφαιρο, που είχε ήδη εξαπλωθεί μέσα στα public schools που μορφώνονταν οι γόνοι των εύπορων τάξεων, έγινε και το παιχνίδι της πόλης, των πλατειών και των δρόμων, για την εργατική τάξη. Με μια μορφή αυθόρμητη μεν, αλλά με τα χαρακτηριστικά του πεδίου να διαμορφώνουν το χαρακτήρα του. Μιλώντας για την ίδρυση της Football Association στο πρώτο μέρος της ιστορικής αυτής αναδρομής εξετάστηκε η διχογνωμία όσο αφορά την επιλογή του παιχνιδιού με τα χέρια, την πάλη σώμα με σώμα, σε αντίθεση με το παιχνίδι που παίζεται χωρίς χέρια και χωρίς επικίνδυνα τάκλιν. Ο δεύτερος τύπος παιχνιδιού, που τελικά επικράτησε, δεν είναι απλά μια έμπνευση των πρωτοπόρων εκείνων παραγόντων των ποδοσφαιρικών θεσμών, είναι η αντανάκλαση του αστικού τοπίου στον τρόπο παιξίματος.

Στα μεγάλα φυσικά τοπία των υπαίθρων, η σκληρή πάλη, το πλάκωμα ενός παίχτη από έναν ή και περισσότερους συμπαίχτες και αντιπάλους, πάνω στο μαλακό έδαφος, τη λάσπη και τη φυσική βλάστηση, δεν αποτελούσε εμπόδιο στην απρόσκοπτη συνέχεια του παιχνιδιού. Μια αντίστοιχη κατάσταση, ωστόσο, στο σκληρό έδαφος των πόλεων, ήταν αιτία σοβαρότατου τραυματισμού. Έτσι, το dribbling and kicking game ήταν αυτό που μπορούσε να αναπτυχθεί πολύ πιο εύκολα στα αστικά κέντρα. Αυτός είναι και ο λόγος που το ποδόσφαιρο, το association football, ιστορικά εδραιώθηκε περισσότερο στις μεγάλες πόλεις, σε σχέση με το rugby που μπόρεσε να κυριαρχήσει σε ημιαστικές και υπαίθριες περιοχές. Επιπροσθέτως, το γεγονός ότι στα αστικά κέντρα συγκεντρωνόταν η εργατική τάξη, έκανε το ποδόσφαιρο συνηφασμένο με την ύπαρξή της, ενώ οι πιο εύπορες τάξεις που διέθεταν μεγάλες υπαίθριες εκτάσεις για τον ελεύθερο χρόνο τους συνδέθηκαν περισσότερο με το rugby.

Ο σαφής διαχωρισμός του χρόνου εργασίας από τον χρόνο αναψυχής οδήγησε στην εξάπλωση μιας λαϊκής αλλά διασπασμένης κουλτούρας του ποδοσφαίρου της πόλης. Μία άλλη νομοθετική ρύθμιση, ωστόσο, ήταν αυτή που μετέτρεψε το ποδοσφαιρικό παιχνίδι σε ενιαία ενασχόληση και συνεπώς σε κοινωνικό φαινόμενο. Οι εργάτες δε χρειάζονταν μόνο ελεύθερο χρόνο για τους ίδιους και τους συναδέλφους ή τους γείτονες για να παίξουν, αλλά μία συγκεκριμένη στιγμή στην καθημερινότητά τους, στο εβδομαδιαίο πρόγραμμα, προκειμένου να παίξουν με ομάδες που συγκροτούνταν πέρα από τα στενά όρια της γειτονιάς ή του εργοστασίου που εργάζονταν. Ο νόμος για τη θεσμοθέτηση της ημιαργίας του Σαββάτου, το 1850, έδωσε αυτή τη δυνατότητα, καθώς παρείχε στους εργάτες την πρώτη συστηματική ευκαιρία να αξιοποιήσουν τον ελεύθερο χρόνο τους σε οργανωμένες δραστηριότητες, όπως οι ποδοσφαιρικοί αγώνες. Οι εργοδότες μάλιστα, άρχισαν να στηρίζουν τις δραστηριότητες αυτές, προσδοκώντας την ενίσχυση της εργατικής πειθαρχίας και τη μείωση των συγκρούσεων στις πόλεις.

Από το 1850 το Σάββατο έγινε η μέρα του ποδοσφαίρου. Κανείς δεν έπρεπε να δουλεύει από τις 2 το μεσημέρι και μετά, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί το πιο ιερό στην ιστορία ποδοσφαιρικό ωράριο. Μέχρι σήμερα μάλιστα, οι περισσότεροι ποδοσφαιρικοί αγώνες στη χώρα διεξάγονται στις 3 το μεσημέρι του Σαββάτου. Ακόμα και στο σύγχρονο υπερεμπορευματοποιημένο περιβάλλον, τα παιχνίδια που παίζονται αυτή την ώρα για την Premier League δεν προβάλλονται από κανένα κανάλι στη βρετανική τηλεόραση, ελεύθερη ή συνδρομητική και απαγορεύεται και η διαδικτυακή μετάδοση τους εντός της χώρας. Αυτό γίνεται για να γεμίσουν όλα τα γήπεδα, όλων των κατηγοριών, που φιλοξενούν αγώνες σε αυτή την “προστατευόμενη” ιστορικά ώρα της εβδομάδας.

Η θεσμοθέτηση της ημιαργίας του Σαββάτου, όμως, δεν ήταν ο μοναδικός νόμος που επέτρεψε την εξέλιξη του ποδοσφαίρου από ασχολία αναψυχής σε κοινωνικό φαινόμενο. Ένας άλλος νόμος που αφορούσε τις συνθήκες ζωής της εργατικής τάξης έμελλε να παίξει καθοριστικό ρόλο στις εξελίξεις. Το 1870, με το Education Act, θεσπίστηκε η υποχρεωτική εκπαίδευση και η ανάδειξη της παιδικής ηλικίας ως φάσης ελεύθερου χρόνου. Με την εισαγωγή της υποχρεωτικής εκπαίδευσης τα παιδιά εργάτες άρχισαν σταδιακά να αποκμακρύνονται από τα εργοστάσια και να περνούν χρόνο στα σχολεία. Αυτό περιόρισε την παιδική εργασία και έφερε τον νεαρό πληθυσμό πιο κοντά στις οργανωμένες αθλητικές δραστηριότητες, με τα σχολεία να ενθαρρύνουν τη συμετοχή σε αυτές και το ποδόσφαιρο να αποκτά κεντρικό ρόλο.

Η αθλητική εκπαίδευση, ωστόσο, της ελίτ και των εργατικών μαζών, δεν είχε το ίδιο ιδεολογικό περιεχόμενο. Στη Βικτωριανή Αγγλία το public school, δηλαδή το ιδιωτικό κολλέγιο, ήταν το εργοστάσιο μιας νέας αρρενωπότητας, που δε στηριζόταν στην ανάπτυξη των γενετικών και πνευματικών χαρακτηριστικών των μαθητών του, αλλά των φυσικών και ηθικών τους αρετών.

Την ίδια περίοδο, στα κρατικά σχολεία, δηλαδή αυτά που είχαν φτιαχτεί για το λαό, οι αρετές της συλλογικής δράσης έβρισκαν αυθόρμητα το χώρο για να αναπτυχθούν. Αυτό οδήγησε και στη δυνατότητα των αποφοίτων αυτών των σχολείων, παρά την ταπεινή καταγωγή τους, να φτιάξουν ποδοσφαιρικούς συλλόγους που μπορούσαν να επιβιώσουν οικονομικά και να ανταγωνιστούν την ελίτ. Ένας τέτοιος σύλλογος ιδρύθηκε από τους μαθητές του Droop Street Primary, στο Δυτικό Λονδίνο, με τη δημιουργία των Queens Park Rangers, αρχικά το 1882 και με την πλήρη σημερινή τους ονομασία 3 χρόνια αργότερα. Αντίστοιχη είναι και η ιστορία της Sunderland, που ξεκίνησε τη δράση της το 1879 ως μέρος της λειτουργίας μιας διδασκαλικής σχολής.

Επίσης, η εξάλειψη του αναλφαβητισμού οδήγησε και στη ραγδαία αύξηση της ανάγνωσης ενημερωτικών εντύπων, τα οποία στις σελίδες τους φιλοξενούσαν ρεπορτάζ για τους ποδοσφαιρικούς αγώνες. Έτσι, ένας αγώνας που γινόταν σε παλιότερες εποχές γνωστός μόνο σε ένα περιορισμένο πλήθος αυτόπτων μαρτύρων, πλέον αφορούσε ένα πολύ μεγαλύτερο κομμάτι του πληθυσμού, που μπορούσε να ζει αρκετά μακριά από τον τόπο διεξαγωγής του.

Αυτοί οι δύο κανονισμοί είναι ουσιαστικά αυτοί που σε ένα βάθος χρόνου δημιούργησαν την ανάγκη και επέτρεψαν τη θεσμοθέτηση τακτικών πρωταθλημάτων. Αυτή η συνολική και συλλογική οργάνωση του τρόπου διεξαγωγής των αγώνων μετέτρεψε και τον τόπο διεξαγωγής τους, τους ελεύθερους χώρους που μετατρέπονταν σιγά σιγά σε γήπεδα, σε χώρους κοινωνικοποίησης και ενίσχυσης της κοινοτικής ταυτότητας. Οι εργάτες που πήγαιναν στο γήπεδο, πέρα από την παρακολούθηση των αγώνων, δημιουργούσαν προσωπικούς και κοινωνικούς δεσμούς, κάτι που δε γέννησε, αλλά λειτούργησε επικουρικά, σε πολλές περιπτώσεις, και στην ανάπτυξη της πολιτικής συνείδησης. Δηλαδή, δε γέμισαν τα εργατικά κόμματα και συνδικάτα τα γήπεδα, αλλά μπορούσαν να γίνουν χώροι μαζικής διάδοσης της πολιτικής τους πλατφόρμας.

Η ταυτότητα και αλληλεγγύη της εργατικής τάξης

Η εργατική τάξη των πόλεων δε συνδέθηκε τυχαία με τα ποδοσφαιρικά γήπεδα. Σε αντίθεση με τις κυρίαρχες τάξεις, οι κοινές εμπειρίες των εργατών βοηθούσαν στο να συνειδητοποιήσουν ότι μόνο μέσα από τη συλλογική έκφραση της θέλησης για τη ζωή που θέλουν να ζήσουν θα μπορέσουν να δουν βελτίωση στο βιοτικό τους επίπεδο. Αυτό προφανώς είχε προεκτάσεις σε όλες τις δραστηριότητες τους και έτσι τα ποδοσφαιρικά γήπεδα αποτελούσαν ιδανικό μέρος για την έκφραση της συλλογικής ταυτότητας. Μάλιστα, από τα γήπεδα ξεκινούσαν και εργατικές πρωτοβουλίες αλληλεγγύης, όπως η υποστήριξη ανέργων, ασθενών ή τραυματισμένων εργατών. Επίσης, το γεγονός ότι οι περισσότεροι εκ των θεατών δεν είχαν καν τότε το δικαίωμα ψήφου, έδινε την ευκαιρία στα γήπεδα να αποτελούν κατ’ αποκλειστικότητα χώρο έκφρασης του λαϊκού αισθήματος, όσο αφορά τις πολιτικές εξελίξεις.

Αναπαράσταση ποδοσφαιρικού αγώνα στην Αγγλία του 19ου αιώνα

Όμως πέρα από τα γήπεδα, σημείο συνάντησης της εργατικής τάξης ήταν και ένας άλλος χώρος, που εξελίχθηκε σε θεσμό στη βρετανική λαογραφία. Οι εργάτες συναντιόντουσαν σε δημόσια πάρκα και τοπικές αγορές, με τρόπο που θα μπορούσε να βρει κανείς την κοινωνική συνάντηση και σε άλλες χώρες, ωστόσο, ίσως και λόγω του κλίματος, χρειαζόταν ένας προστατευμένος χώρος για να φιλοξενήσει αυτή την επικοινωνία και την εργατική κοινωνικότητα. Το ρόλο αυτό έπαιξαν χώροι που συνήθως είχαν μια ταβέρνα στο ισόγειο και ένα πανδοχείο στους πάνω ορόφους του κτίσματος. Σε αντίθεση με τα private houses που απαιτούσαν κανείς να είναι μέλος τους προκειμένου να έχει δικαίωμα εισόδου σε αυτά, τα λεγόμενα public houses ήταν ανοιχτά σε όλο τον κόσμο. Η συντομία του ονόματός τους, pub, είναι αυτή που έχει μείνει ως τις μέρες μας.

Ανατρέχοντας στον Ένγκελς και το βιβλίο του “για την κατάσταση της Εργατικής τάξης στην Αγγλία”, που γράφτηκε το 1845, βλέπουμε ότι οι pubs δεν ήταν απλά ένας χώρος κατανάλωσης αλκοόλ, αλλά κεντρικά σημεία κοινωνικής συνάντησης όπου οι εργάτες μπορούσαν να ανταλλάξουν ιδέες, να μοιραστούν τις δυσκολίες τους και να δημιουργήσουν δεσμούς αλληλεγγύης. Στους ίδιους χώρους γεννήθηκε και η οργάνωση της εργατικής τάξης, σε πολιτικό και συνδικαλιστικό επίπεδο. Όμως οι pubs, πέρα από κοιτίδα των πολιτικών οργανώσεων της εργατικής τάξης, ήταν και η κοιτίδα των πρώτων ποδοσφαιρικών συλλόγων. Η Sheffield FC, ο αρχαιότερος ποδοσφαιρικός σύλλογος στον πλανήτη, ιδρύθηκε σε μια pub το 1857. Σε μια pub του Λονδίνου ιδρύθηκε και η Football Association το 1863, σε μια άλλη του Μάντσεστερ η Football League, το 1888.

Σκηνή από άγνωστη pub του Portsmouth, Julius Caesar Ibbetson, 1794 – National Maritime Museum.

Οι pubs και τα γήπεδα αποτελούσαν με τον τρόπο αυτό τα σημεία συγκέντρωσης της εργατικής τάξης και πέρα από αυτό, χώροι που παρείχαν τη δυνατότητα για τη συλλογική έκφρασή της, είτε οργανωμένη, είτε αυθόρμητη. Μέσα από τους πρώτους ποδοσφαιρικούς αγώνες ανάμεσα σε ομάδες γειτονιών και εργοστασίων, οι εργάτες μετατρέπονταν σε κομμάτι ενός συλλόγου. Ο μηχανισμός ανάπτυξης της οπαδικής βάσης δεν ήταν άμεσος και αυθόρμητος, αλλά αποτελούνταν από μια σειρά γεγονότων που αντανακλούσαν την αύξηση επιρροής του συλλόγου. Αρχικά οι εργάτες που έπαιζαν ποδόσφαιρο έφτιαχναν τον σύλλογο. Την ώρα του αγώνα μπορεί να παρακολουθούσαν το παιχνίδι οι συγγενείς τους και μερικοί φίλοι τους. Με το χρόνο οι ποδοσφαιριστές του συλλόγου, που αποτελούσαν και τα μέλη του, ήταν περισσότεροι από μια ενδεκάδα, με αποτέλεσμα αυτοί που δε βρίσκονταν στον αγωνιστικό χώρο να μετατρέπονται στους πρώτους οπαδούς-υποστηρικτές. Δίπλα σ’αυτούς έρχονταν κι άλλοι γείτονες και συνάδελφοι, που μπορεί να μην έπαιζαν ποτέ ποδόσφαιρο, ή να μην είχαν το απαραίτητο επίπεδο για να αγωνιστούν στην εκάστοτε ομάδα, αλλά επιθυμούσαν να γίνουν μέλη της, καθώς μέσα από αυτή τη διαδικασία ένιωθαν να αντικατοπτρίζεται σε μια δραστηριότητα το λιγότερο ή περισσότερο συνειδητό συναίσθημα του ταξικού ανήκειν. Αυτό το ανήκειν είχε ασφαλώς πολύ έντονα τα τοπικά χαρακτηριστικά, όμως, καθώς η γεωγραφία των πόλεων είχε πολύ έντονες ταξικές διαχωριστικές γραμμές, η τοπική σύνδεση με το σύλλογο γινόταν αυτόματα και ταξική, μέσα και από μια διαδικασία ενίσχυσης των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του κάθε συλλόγου, αυτό που αναφέρεται στη βιβλιογραφία και στην καθομιλουμένη ως οπαδικό DNA.

Οι καλύτερες ομάδες με τον τρόπο αυτό κατάφερναν να προσελκύσουν όλο και περισσότερα μέλη, όλο και περισσότερους οπαδούς, μέσα από μια διαδικασία σύνταξης με τον νικητή. Ωστόσο, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, αυτό το DNA του κάθε συλλόγου, ήταν καταλύτης για τη δημιουργία μιας γενικά ομοιογενούς ταξικά οπαδικής βάσης. Έτσι, κάποιοι σύλλογοι γιγαντώθηκαν και έφτασαν στα χρόνια του FA Cup και της Football League να γίνουν εκπρόσωποι της εργατικής τάξης μιας ολόκληρης πόλης.

Εργοστασιακές ομάδες και σύλλογοι των εργοδοτών

Οι ποδοσφαιρικοί σύλλογοι όμως δεν ιδρύονταν μόνο από εργάτες μέσα σε pubs. Πολλοί εργοστασιάρχες και γενικότερα εργοδότες ήταν αυτοί που στήριζαν τις πρωτοβουλίες ίδρυσης ποδοσφαιρικών κλαμπς και γίνονταν βασικοί χορηγοί τους, αν όχι πρόεδροι και ιδιοκτήτες, καθώς το ιδιοκτησιακό καθεστώς δεν ήταν πάντα όσο καθαρό είναι σήμερα. Οι εργοδότες με αυτόν τον τρόπο αφενός ήλεγχαν τον ελεύθερο χρόνο των εργατών, αφού τους συγκέντρωναν σε μία δραστηριότητα που συνέβαινε ουσιαστικά υπό τη δική τους αιγίδα. Εξασφάλιζαν έτσι ότι δε θα αξιοποιηθεί αυτός ο χρόνος στην αλόγιστη κατανάλωση αλκοόλ και δε θα αναπτυχθούν συλλογικά αντικοινωνικές συμπεριφορές, σκοπεύοντας στη διατήρηση της τάξης που δημιουργούσε ευνοϊκές συνθήκες για την παραγωγικότητα των μονάδων τους. Πέραν αυτού, είχαν σκοπό να αξιοποιήσουν το ποδόσφαιρο και ως ιδεολογικό εργαλείο, ενισχύοντας τους συναισθηματικούς δεσμούς των εργατών ποδοσφαιριστών ή οπαδών με την εκάστοτε επιχείρηση και εργοδότη. Αυτό το μοτίβο είναι κάτι πολύ σύνηθες στο σύγχρονο ποδόσφαιρο, όμως όσο κι αν παρουσιάζεται ως απόλυτα κυρίαρχο θα ήταν μεγάλη παράλειψη να θεωρήσει κανείς ότι ήταν ή είναι ο μοναδικός δρόμος της ανάπτυξης του σπορ.

Οι εργοδότες επένδυαν στους ποδοσφαιρικούς συλλόγους, πλήρωναν για εξοπλισμό, ταξίδια, γηπεδικές εγκαταστάσεις και θεσπίζοντας εισιτήριο (όπως άλλωστε είχαν όλοι οι σύλλογοι) κατάφερναν σε πολλές περιπτώσεις να έχουν και οικονομικά οφέλη από αυτή την επένδυση. Αλλά πιο σημαντικό από το οικονομικό όφελος ήταν η επιρροή τους στην τοπική κοινωνία, κάτι που αποτελεί και μέχρι σήμερα τον κύριο λόγο που κάποιος δισεκατομμυριούχος αποφασίζει να αγοράσει έναν ποδοσφαιρικό σύλλογο, σε μια εποχή που κάτι τέτοιο σπάνια είναι οικονομικά επικερδές.

Όμως η ίδρυση ενός ποδοσφαιρικού συλλόγου από έναν εργοδότη, ή η ίδρυση του μέσα στα πλαίσια μιας επιχείρησης δεν σήμαινε απαραίτητα ότι αυτό το χαρακτηριστικό του συλλόγου δε θα αλλάξει. Χαρακτηριστικότερα παραδείγματα συλλόγων που άλλαξαν ονομασία και πέρασαν στα χέρια της εργατικής τάξης, ξεπερνώντας τα όρια μιας επιχείρησης, είναι η Manchester United, η οποία είχε ιδρυθεί ως ομάδα της Lancashire and Yorkshire Railway Company of Newton Heath, και η Dial Square, που μετονομάστηκε σε Arsenal.

Οι εργατικές ομάδες αναπτύσσονταν και η ταξική σύγκρουση μεταφέρθηκε και μέσα στις γραμμές του αγωνιστικού χώρου. Τη στιγμή που οι ανώτερες τάξεις, μέσω συλλόγων όπως οι Corinthian FC και οι Old Etonians, προώθησαν το λεγόμενο “ερασιτεχνικό ιδεώδες” και την “αθλητική δεοντολογία”, θεωρώντας ότι το ποδόσφαιρο πρέπει να παραμείνει καθαρό από οικονομικά κίνητρα, οι εργοστασιακές ομάδες διεκδίκησαν την επαγγελματικοποίηση του αθλήματος, καθώς οι παίχτες που προέρχονταν από τα φτωχά λαϊκά στρώματα δε μπορούσαν να παίξουν χωρίς οικονομική υποστήριξη.

Ο θεσμός που βοήθησε καταλυτικά να συμβεί αυτή η σύγκρουση ήταν το FA Cup, όπου συμμετείχαν όλες οι ομάδες της Ομοσπονδίας, ανεξάρτητα από την προέλευση τους, ταξική ή γεωγραφική. Μάλιστα, ένα παιχνίδι που αποτελεί ιστορικό ορόσημο, είναι ο τελικός του Κυπέλλου Αγγλίας το 1883, όταν οι Old Etonians, εκπρόσωποι των εύπορων τάξεων, αντιμετώπισαν την εργατική Blackburn Olympic. Οι Old Etonians εκπροσωπούσαν την αθλητική φιλοσοφία των public schools, δηλαδή των ακριβών ιδιωτικών σχολείων. Αυτό αντανακλώνταν και στο παιχνίδι τους, το λεγόμενο rushing game, το οποίο στηριζόταν στις ατομικές επιθέσεις και τη φυσική δύναμη, με μακρινές πάσες και “τρέξιμο με τη μπάλα”, χωρίς έντονη ομαδική συνεργασία. Ήταν η αριστοκρατική αντίληψη του ποδοσφαίρου, ως ενός αθλήματος ανδρείας και ατομικής προσπάθειας. Από την άλλη η Blackburn Olympic έπαιζε το λεγόμενο combination game. Αντί για ατομικές επιθέσεις, το παιχνίδι βασιζόταν στη συνεργασία και τη γρήγορη ανταλλαγή πασών μεταξύ των παιχτών. Οι πάσες ήταν συνήθως κοντινές και η τακτική που ξεδίπλωνε η ομάδα αποτελούνταν από συντονισμένες επιθέσεις, μειώνοντας την εξάρτηση από τη φυσική δύναμη. Αυτή η τακτική εισήγαγε την ποδοσφαιρική στρατηγική, με έμφαση στη συνοχή της ομάδας.

Η εργατική ομάδα των Royal Engineers, πρωτοπόρων του combination game, το 1872.

Η νίκη της Blackburn Olympic, με 2-1 στην παράταση, αποτέλεσε σύμβολο, καθώς για πρώτη φορά μια ομάδα εργατών κέρδιζε το Κύπελλο Αγγλίας, πετυχαίνοντας παράλληλα μια ταξική νίκη, απέναντι σε ένα σύλλογο της ελίτ. Αποτελούσε επίσης μια ιδεολογική νίκη, καθώς ο τρόπος παιχνιδιού της αντιπροσώπευε την καινοτομία και την προσαρμοστικότητα της εργατικής τάξης, η οποία βασιζόταν στη συνεργασία και όχι στη φυσική ανωτερότητα. Με τη νίκη αυτή καθορίστηκε μάλιστα σε μεγάλο βαθμό η εξέλιξη της τακτικής στο αγγλικό και κατ’επέκταση στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο, η οποία θα μπορούσε να πει κανείς ότι έχει τη σφραγίδα της εργατικής τάξης. Ήταν μια εφαρμογή του ιστορικού υλισμού σε ένα αθλητικό και άρα συμβολικό πλαίσιο.

Αναπαράσταση στιγμιότυπου από τον τελικό του FA Cup του 1883, ανάμεσα στη Blackburn Olympic και τους Old Etonians

Η επικράτηση της αριστοκρατικής λογικής στο ποδόσφαιρο, μέχρι εκείνη την εποχή, αντικατοπτρίζεται και στα ποδοσφαιρικά συστήματα. 11 χρόνια πριν τον τελικό που κέρδισε η Blackburn Olympic, στις 30 Νοέμβρη του 1872, διεξήχθη ο πρώτος διεθνής ποδοσφαιρικός αγώνας, με αντιμέτωπες τις αντιπροσωπευτικές ομάδες της Αγγλίας και της Σκωτίας. Τα συστήματα με τα οποία παρατάχθηκαν οι ομάδες είναι χαρακτηριστικά ενός παιχνιδιού χωρίς ομαδική συνοχή. 2-2-6 για τη Σκωτία και 1-2-7 για την Αγγλία, δηλαδή με 6 και 7 επιθετικούς αντίστοιχα, με 2 και 1 αμυντικούς για κάθε ομάδα. Το αποτέλεσμα εκείνου του αγώνα, σε αντίθεση με αυτό που πολλοί θα μπορούσαν να συμπεράνουν αβίαστα σήμερα, ήταν ένα απογοητευτικό 0-0! Στο αποτέλεσμα αυτό έπαιξε ρόλο και ο κανόνας του offside, όπως ίσχυε τότε, που προέβλεπε ότι ο επιτιθέμενος παίχτης έπρεπε να καλύπτεται από 3 αμυνόμενους (συνήθως τον τερματοφύλακα και 2 ακόμα παίχτες, δηλαδή), με αποτέλεσμα να μην είναι εύκολες οι προωθημένες μπαλιές.

Ωστόσο, κατά τη δεκαετία του 1880, το παιχνίδι άρχισε να αλλάζει, με το σχηματισμό 2-3-5, τον γνωστό και ως “Πυραμίδα”, καθώς με την παρουσία του τερματοφύλακα οι παίχτες δημιουργούν ένα τέλειο τρίγωνο, να γίνεται το στάνταρ για τις βρετανικές ομάδες. Αυτή η τακτική επινόηση, εμπνευσμένη από τη μια από το παιχνίδι των Άγγλων εργατών, και από την άλλη των Σκωτσέζων, που είχαν αντίστοιχη ταξική προέλευση, τουλάχιστον σε μεγαλύτερο βαθμό από τους Άγγλους ομολόγους τους στην εθνική ομάδα, σημάδεψε τον τρόπο που παιζόταν το πρώιμο ποδόσφαιρο, μέχρι το 1925, όταν πλέον μπαίνουμε σε μια άλλη εποχή για το ποδόσφαιρο. Όλη η περίοδος μέχρι το 1925 μπορεί να χαρακτηριστεί από τη συνεχή διαμόρφωση των κανονισμών, με τα χαρακτηριστικά που έχουν οι διαιτητές, οι τερματοφύλακες, τα τέρματα, οι γραμμές του αγωνιστικού χώρου, να καθορίζονται σταδιακά μέσα σ’αυτά τα χρόνια και να αλλάζουν φυσικά τη φυσιογνωμία του σπορ. Η τελευταία μεγάλη αλλαγή, ήταν ο κανονισμός του offside όπως τον γνωρίζουμε σήμερα, που έφερε επανάσταση και ουσιαστικά δημιούργησε τη σύγχρονη εξέλιξη της ποδοσφαιρικής τακτικής.

Το ποδόσφαιρο ως διέξοδος από την εξαθλίωση

Γιατί όμως, από όλες τις πιθανές δραστηριότητες ψυχαγωγίας, το ποδόσφαιρο ήταν αυτό που συγκέντρωσε το ενδιαφέρον και τη συμμετοχή των μαζών, της εργατικής τάξης; Αφενός, τα χαρακτηριστικά του αθλητικού αγώνα, με τη συλλογική εκτόνωση που περιέχει αυτός και για τους διαγωνιζόμενους, αλλά και για τους θεατές, αποτελούσαν αντίδοτο στην πίεση και τις σκληρές εργασιακές συνθήκες της εβδομάδας. Το ποδόσφαιρο ήταν επίσης φτηνό και προσιτό, απαιτούσε ελάχιστο εξοπλισμό και μπορούσε να παιχτεί σχεδόν οπουδήποτε, κάνοντας το ιδιαίτερα δημοφιλές σε σχέση με άλλα σπορ στις εργατικές γειτονιές. Αφετέρου, η τοποθέτηση των ποδοσφαιρικών αγώνων μέσα στο εβδομαδιαίο πρόγραμμα, το απόγευμα του Σαββάτου, στο τέλος της εργάσιμης εβδομάδας, ενέτεινε τα χαρακτηριστικά της ψυχικής ανακούφισης που είχαν ανάγκη οι εργάτες. Η δυνατότητα μεγάλων συνόλων, στην ουσία κοινοτήτων, να συνέρχονται σε ένα χώρο, σε ένα προκαθορισμένο ραντεβού, ήταν και ο λόγος της απότομης μαζικοποίησης. Το κοινό ζούσε τις νίκες και τις ήττες συλλογικά, ενισχύοντας την αίσθηση της κοινότητας και της αλληλεγγύης. Πέραν της συλλογικής εμπειρίας όμως, το ποδόσφαιρο είχε τη δυνατότητα να προσφέρει και κάτι πολύ περισσότερο στον κάθε συμμετέχοντα, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, στις δραστηριότητες του: την ενίσχυση της αυτοεκτίμησης, καθώς μέσα από τις επιτυχίες του συλλόγου στον οποίο ο καθένας ανήκε μπορούσε να νιώσει συμμέτοχος στην επιτυχία και την υπερηφάνεια, να γευτεί τη χαρά μιας νίκης μέσα σε ένα περιβάλλον που φαινομενικά δεν υπήρχαν κοινωνικοί αποκλεισμοί.

Άποψη του Craven Cottage, έδρας της Fulham FC, στις αρχές του 20ου αιώνα

Στα γήπεδα, η κοινωνική τάξη δεν είχε την ίδια σημασία όπως στους χώρους εργασίας ή τις κοινωνικές εκδηλώσεις των ανώτερων τάξεων. Έτσι, η επιτυχία του συλλόγου στο γήπεδο μπορούσε τη στιγμή του αγώνα να έχει μεγαλύτερη σημασία κι από την ίδια την οικονομική κατάσταση των οπαδών, που έβλεπαν μάλιστα παιδιά της τάξης τους να μετατρέπονται σε πρωταγωνιστές και ήρωες. Αυτή η ψευδαίσθηση δε λειτουργούσε απαραίτητα αρνητικά όσο αφορά τις οικονομικές και κοινωνικές διεκδικήσεις των εργατών, αφού η κάθε μικρή αθλητική νίκη δεν εξάλειφε τη σκληρή πραγματικότητα, αλλά αντιθέτως δημιουργούσε συμβολισμούς για την ικανότητα της τάξης τους να νικήσει και σε άλλα πεδία. Πέραν αυτού, η αυταξία του εργατικού στοιχείου που πετύχαινε την όποια νίκη, έδειχνε ότι αυτή μπορεί να έρθει και χωρίς τη φαινομενικά αναγκαία εξάρτηση από τον ιδιοκτήτη του εργοστασίου και το κάθε αφεντικό, προσφέροντας το έδαφος για την απελευθέρωση των εργατικών συνειδήσεων. Η λεπτή αυτή ισορροπία, μεταξύ της ψευδαίσθησης και της απελευθέρωσης, είναι η βάση της ιδεολογικής αντιπαράθεσης στο ποδόσφαιρο στον καπιταλισμό. Ο εκμηδενισμός και η άγνοια αυτής της διαπάλης είναι θανάσιμο αμάρτημα για όποιον θέλει να εκπροσωπεί τα συμφέροντα και την πρόοδο των εργατικών μαζών. Το γήπεδο μπορεί να συμβολίσει την έφοδο στη ζωή για κάθε καταπιεσμένο και να διαμορφώσει τη σκέψη για την πραγματική έφοδο της εργατικής τάξης στον κόσμο που θα ζει απελευθερωμένη από κάθε ταξικό εμπόδιο.

Η νομιμοποίηση του επαγγελματισμού το 1885

Η μετατροπή των εργατών σε ποδοσφαιρικούς ήρωες όμως, δεν ήταν μία διαδικασία που συνέβη μόνο μέσα στα γήπεδα. Οι εργατικές ομάδες έπρεπε να δώσουν σκληρό αγώνα προκειμένου να υπάρχουν σύλλογοι με ποδοσφαιριστές που προέρχονταν από τα λαϊκά στρώματα και αυτοί να μπορούν να είναι ανταγωνιστικοί απέναντι στους συλλόγους της άρχουσας τάξης. Το κυριότερο αίτημα για την πραγματοποίηση αυτής της διαδικασίας ήταν η νομιμοποίηση του επαγγελματισμού.

Σήμερα, πολλές φορές σε συζητήσεις, ο επαγγελματισμός αναφέρεται ως στοιχείο του ποδοσφαίρου που το φέρνει πιο κοντά στα συμφέροντα των πλουσίων, κυρίως γιατί συνδέεται με την εμπορευματοποίησή του. Ωστόσο, ιστορικά, η δυνατότητα ενός εργαζόμενου να πληρώνεται και να βιοπορίζεται παίζοντας ποδόσφαιρο, είναι αυτή που δημιούργησε τους ήρωες που έρχονταν από τα εξαθλιωμένα στρώματα. Οι αριστοκρατικοί σύλλογοι μάλιστα, που ήθελαν να κρατήσουν το σπορ στα πλαίσια της δικής τους ιδεολογικής ηγεμονίας, υπερθεμάτιζαν για το ερασιτεχνικό αθλητικό ιδεώδες, κάτι που κατάφεραν να επιβάλουν στο rugby, αποκόπτοντάς το σε μεγάλο βαθμό από τις εργατικές μάζες, όπως και στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Ο τεράστιος αγώνας και η πίεση των εργατικών σωματείων, με προεξάρχουσες σ’αυτή την υπόθεση τη Blackburn Rovers και άλλες ομάδες του βιομηχανικού Βορρά, άνοιξε το δρόμο για την αποδοχή του επαγγελματισμού από τη Football Association, το 1885.

Η απόφαση αυτή μετέτρεψε το ποδόσφαιρο εκτός των άλλων και σε ένα μέσο κοινωνικής ανέλιξης, με τους εργάτες-παίχτες βέβαια που τα κατάφερναν να αποτελούν ένα μηδαμινό κομμάτι σε σχέση με την πολυάριθμη εργατική τάξη. Επαναλαμβάνεται με αυτό τον τρόπο το δίλημμα της ψευδαίσθησης ή του συμβολισμού στο ποδόσφαιρο, που συνυπάρχουν ως αντίθετα. Από τη μια, η μικρή αυτή δυνατότητα μπορεί να δημιουργήσει την ψευδαίσθηση της πιθανής κοινωνικής ανέλιξης σε ένα σύστημα εκμετάλλευσης, από την άλλη, δημιουργεί ήρωες της εργατικής τάξης που συμβολίζουν περισσότερα από όσα και οι ίδιοι ατομικά μπορούν να εκπροσωπήσουν και να σκεφτούν. Ένας από τους πρώτους ποδοσφαιρικούς ήρωες της εργατικής τάξης ήταν ο Jimmy Ross, που έπαιξε επαγγελματικά στην Preston North End, σύλλογο στα προάστια του Manchester, συμβάλλοντας στο αήττητο της ομάδας τη σεζόν 1888-1889, σε μία από τις πιο εμβληματικές ομάδες της εποχής, σε μια σεζόν που οδήγησε στην κατάκτηση του πρώτου πρωταθλήματος στην ιστορία του αγγλικού ποδοσφαίρου.

Η ομάδα της Preston North End, αήττητης πρωταθλήτριας Αγγλίας τη σεζόν 1888-89

Ο επαγγελματισμός, συνέβαλε όμως και στην οικονομική ανεξαρτησία των συλλόγων, που πλέον αντλούσαν πόρους από την οικονομία της περιοχής, αυξάνοντας την επιρροή τους στις εργατικές μάζες, ιδιαίτερα στη νεολαία που αγκάλιαζε ακόμα περισσότερο το σπορ βλέποντας ότι μέσα από αυτό μπορεί να κερδίσει σε ατομικό επίπεδο και ένα καλύτερο επίπεδο διαβίωσης.

Ένα τέτοιο παράδειγμα ομάδας που γιγαντώθηκε λόγω των χαρακτηριστικών της οικονομίας σε μια πόλη, ήταν η Sheffield United. Ο σύλλογος ιδρύθηκε το 1889 και συνδέθηκε άμεσα με τη βιομηχανική πόλη και τους εργάτες της χαλυβουργίας. Το παρατσούκλι της ομάδας, “The Blades”, αντανακλούσε την τοπική παράδοση στην παραγωγή μαχαιριών και εργαλειών κοπής, καθιστώντας το σύλλογο σύμβολο της βιομηχανικής ταυτότητας της πόλης.

Η σύνθεση της Sheffield United που κέρδισε το FA Cup το 1899

Στο ακόμα μεγαλύτερο Μπέρμιγχαμ, η Aston Villa, που ιδρύθηκε το 1874 από μέλη τοπικής εκκλησίας, είχε ως σκοπό του συλλόγου την κοινωνικοποίηση μέσω αθλητικών δραστηριοτήτων. Η ταυτότητά της όμως μεταλλάχθηκε γρήγορα, λόγω της ραγδαίας αύξησης της στήριξης από την εργατική τάξη και το γεγονός την μετέτρεψε σε κοινωνικό σύμβολο της πόλης και της βιομηχανικής της ανάπτυξης. Στο Λονδίνο, αντίστοιχα χαρακτηριστικά βρίσκει κανείς στην ιστορία της West Ham United, που ιδρύθηκε το 1895 ως ομάδα του εργοστασίου Thames Ironworks, με την αντίστοιχη ονομασία. Επρόκειτο για το σύλλογο που ίδρυσαν οι εργαζόμενοι στα ναυπηγεία του Λονδίνου και συνδέθηκε με τη σκληρά εργαζόμενη τάξη και την αντίσταση στις κοινωνικές ανισότητες.

Τα στοιχεία αυτά της ταξικής συλλογικής έκφρασης, του συμβολισμού της νίκης των εκμεταλλευόμενων απέναντι στους εκμεταλλευτές τους, δεν είχαν εκείνη την εποχή αποτέλεσμα τη δημιουργία ψευδαισθήσεων. Δημιούργησαν τη βάση και για τις πολιτικές διεκδικήσεις, σε μια περίοδο ανόδου της δύναμης και του βαθμού οργάνωσης του εργατικού κινήματος, δείχνοντας ότι το ποδόσφαιρο δεν είναι “το όπιο του λαού”, όπως η θρησκεία, αλλά μπορεί να αποτελέσει χρήσιμο θεσμό στα χέρια της εργατικής τάξης για μεγαλύτερες και ουσιαστικές νίκες στο επίπεδο της πολιτικής και κοινωνικής σύγκρουσης με την άρχουσα τάξη.

Η ίδρυση των ποδοσφαιρικών θεσμών

Ήταν λοιπόν το ποδόσφαιρο, στα πρώτα χρόνια της εμφάνισης του ως οργανωμένου σπορ, ένα κτήμα της αριστοκρατίας που το εμπνεύστηκε, ή εργαλείο στα χέρια των εκμεταλλευόμενων μαζών; Δεδομένου ότι το ποδόσφαιρο είναι κομμάτι του εποικοδομήματος, δηλαδή ένα φαινόμενο το οποίο εμφανίζεται στο πλαίσιο μιας δεδομένης οικονομικής βάσης, τις τύχες του όριζαν και ορίζουν αυτοί που έχουν στα χέρια τους και την πολιτική και οικονομική εξουσία, δηλαδή η ελίτ. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι η πανίσχυρη βρετανική αριστοκρατία μπορούσε να λειτουργεί απρόσκοπτα, ούτε ότι δε γνώρισε σοβαρές ήττες στην προσπάθειά της να ελέγξει κι αυτή την κοινωνική δραστηριότητα, την οποία αρχικά προόριζε μόνο για τη δική της ψυχαγωγία.

Οι νίκες των συλλόγων εκπροσώπων των εργατικών μαζών ήρθαν κυρίως μέσα από την οργανωμένη και συντονισμένη δράση τους μέσα στα πλαίσια των ποδοσφαιρικών θεσμών. Ακόμα και η ίδια η ίδρυσή τους ήταν μια νίκη των outsiders της κοινωνίας. Αρχικά η ίδρυση της Football Association, το 1863, συνέβη υπό την εκκωφαντική απουσία των εκπροσώπων των κολλεγίων. Αποτέλεσμα ήταν η υιοθέτηση ενός τρόπου παιχνιδιού που συμβάδιζε με το παιχνίδι που έπαιζαν οι εργάτες των πόλεων. Φυσικά, δεν απουσίαζε και η κληρονομιά της άρχουσας τάξης, καθώς οι 11 παίχτες της κάθε ομάδας είναι μεταφορά του αριθμού των παιχτών που αγωνίζονται σε μια ομάδα cricket, στο κατ’εξοχήν αριστοκρατικό σπορ. Υπάρχει και μια άλλη εκδοχή, που υποστηρίζει ότι ο αριθμός αυτός αντιστοιχεί στον αριθμό των κρεβατιών στους κοιτώνες του Cambridge, συνδέοντας την επιλογή με τους κανονισμούς του 1848, ωστόσο αυτή μάλλον είναι περισσότερο μια ρομαντική επινόηση της ιστορικής ανάγνωσης. Οι διαστάσεις της αυλής του κολλεγίου του Rugby, ενός αριστοκρατικού κολλεγίου, ήταν αυτές που όρισαν και τον πεπερασμένο πια χώρο του νέου σπορ.

Λιγότερο από μιας δεκαετία μετά την ίδρυση της Football Association, η ίδρυση του FA Cup, οδήγησε στον πλήρη εκδημοκρατισμό του αθλήματος, το 1871, με τη συμμετοχή των εργατικών συλλόγων σε αγώνες απέναντι στα κλαμπς της ελίτ, διεκδικώντας και κερδίζοντας για πρώτη φορά το 1883, το ίδιο τρόπαιο, μάλιστα μέσα σε ένα γήπεδο-σύμβολο για τη βρετανική αριστοκρατία, το Kennington Oval, την ιστορική έδρα της εθνικής ομάδας κρίκετ της Αγγλίας. Τέλος, η ίδρυση της Football League, το 1888, ήταν μια πρωτοβουλία των λαοφίλητων συλλόγων, καθώς ο William McGregor, μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Aston Villa, ήταν ο προτεργάτης για τη θέσπιση του εθνικού πρωταθλήματος. Η σημασία της νίκης των εργατικών ποδοσφαιρικών σωματείων όσο αφορά την ίδρυση του πρωταθλήματος αντανακλάται και μέσω της αντίθεσης με το ποδοσφαιρικό παιχνίδι των ανώτερων τάξεων, το rugby, στο οποίο το πρώτο πρωτάθλημα Α’ κατηγορίας στην Αγγλία διεξήχθη το 1987, δηλαδή 99 χρόνια αργότερα.

Η δημιουργία της Football League ήταν αυτή που επέτρεψε τον σταθερό προγραμματισμό των ποδοσφαιρικών αγώνων, δημιούργησε ανταγωνισμό που οδήγησε στη δημιουργία μαζικού ενδιαφέροντος και εδραίωσε το ποδόσφαιρο ως εθνικό φαινόμενο, ενισχύοντας παράλληλα και την επαγγελματική φύση του αθλήματος. Η σημασία της είναι, ωστόσο, ακόμα μεγαλύτερη, καθώς έθεσε τις βάσεις για τον τρόπο που το ποδόσφαιρο θα αναπτυσσόταν σε κάθε άλλη χώρα του πλανήτη, μετατρέποντας το κοινωνικό φαινόμενο σταδιακά από βρετανικό σε παγκόσμιο. Αυτή ήταν η πορεία που έκανε τον Eduardo Galeano να γράψει για το ποδόσφαιρο ότι “πρώτα οργανώθηκε στα κολέγια και πανεπιστήμια της Αγγλίας και ύστερα έφερε χαρά στη ζωή των Νοτιοαμερικανών που δεν είχαν ποτέ πατήσει το πόδι τους σε σχολείο”.

Όμως το ποδόσφαιρο δεν κερδήθηκε από την εργατική τάξη. Ουσιαστικά, υπήρξε μια διαδικασία ανταλλαγής των τάξεων που το έθεταν σε λειτουργία για τους δικούς τους σκοπούς, με την τάξη των καπιταλιστών τελικά να κερδίζει, καθώς έπαιζε εντός έδρας στο επίπεδο της οικονομίας. Οι ελίτ έφτιαξαν το κωδικοποιημένο άθλημα, που διαμορφώθηκε από την εργατική τάξη, η οποία το μαζικοποίησε και το μετέτρεψε σε κοινωνικό φαινόμενο, με το κεφάλαιο να επιστρέφει τη στιγμή που μπορούσε να έχει από αυτό πολιτικό και οικονομικό όφελος. Τη διαδικασία αυτή ευνόησε η εμπορευματοποίηση του σπορ, η οποία δεν ήταν, όσο παράδοξο και να ακούγεται αυτό, αστική επινόηση.

Οι εργατικοί σύλλογοι στηρίζονταν στα χρήματα από τα εισιτήρια για τη λειτουργία τους. Με τον τρόπο αυτό, εισήγαγαν τις πρώτες μορφές εμπορίου σε κάποιο σπορ. Μάλιστα, μια ιστορία που είναι χαρακτηριστική της εργατικής προέλευσης και της εμπορευματοποίησης είναι η ίδρυση της πρώτης ποδοσφαιρικής ανώνυμης εταιρείας. Το 1889, η East End Football Club του Newcastle, που αργότερα μετονομάστηκε σε Newcastle United, αποφάσισε να μειώσει στο μισό την τιμή των εισιτηρίων, προκειμένου να αυξήσει τα έσοδά της από την προσδοκώμενη εκθετική αύξηση των θεατών. Ωστόσο, το πείραμα αυτό απέτυχε, με τους ίδιους σχεδόν οπαδούς να έρχονται στο γήπεδο, αποδεικνύοντας ότι οι τιμές εκείνης της εποχής δεν αποτελούσαν εμπόδιο για τα λαϊκά στρώματα να πάνε στο γήπεδο. Αυτό φυσικά είχε αποτέλεσμα τη μείωση των εσόδων της στο μισό και ο σύλλογος βρέθηκε στα πρόθυρα της χρεοκοπίας. Την επόμενη χρονιά, αντί της αλλαγής τιμολογιακής πολιτικής στα εισιτήρια, ο σύλλογος πήρε την απόφαση να γίνει limited company, εκδίδοντας 1600 μετοχές, οι οποίες πουλήθηκαν σε τοπικές pubs. Η δυνατότητα των ντόπιων να γίνουν συνιδιοκτήτες του συλλόγου είχε εκπληκτικά αποτελέσματα στη δημοτικότητά του, με τις μετοχές να γίνονται ανάρπαστες και το κλαμπ να γίνεται το πρώτο ποδοσφαιρικό σωματείο λαϊκής βάσης, αλλά ταυτόχρονα και η πρώτη ποδοσφαιρική ανώνυμη εταιρεία, που χάρη στην οικονομική της ευρωστεία διέλυσε τον ανταγωνισμό εντός της πόλης, οδηγώντας σε χρεοκοπία και τελικά διάλυση τη μεγάλη της αντίπαλο, τη West End Football Club.

Η σύνθεση της East End FC του Newcastle, το 1890

Η ικανότητα των λαοφιλών συλλόγων να γιγαντωθούν και οικονομικά ενισχύθηκε και από τεχνολογικές εξελίξεις της εποχής. Το σιδηροδρομικό δίκτυο της χώρας στα τέλη του 19ου αιώνα είχε σχεδόν ολοκληρωθεί, ενώ μέσα μαζικής μεταφοράς γέμιζαν τις πόλεις και μια νέα εφεύρεση, το ποδήλατο, έκανε τις αστικές αποστάσεις μικρότερες, με αποτέλεσμα μεγαλύτερα πλήθη, από μεγαλύτερες αποστάσεις, να μπορούν εύκολα να προσεγγίσουν το γήπεδο της αγαπημένης τους ομάδας. Πώς έγινε λοιπόν αυτή η οικονομική ανάπτυξη να μην εδραιώσει το μοντέλο των συλλόγων που αποτελούσαν ιδιοκτησία των εργατών;

Οι εργατικοί σύλλογοι δεν είχαν κάνει κάποιο λάθος, όμως είχαν αναπτύξει τους συλλόγους τους με σκοπό την επιβίωσή τους στον κόσμο της κυριαρχίας των καπιταλιστών, σε ένα οικονομικό μοντέλο που εξυπηρετεί τα συμφέροντα της τάξης των εκμεταλλευτών τους. Αυτό είχε ως φυσικό επακόλουθο την κυριαρχία του κεφαλαίου και στο χώρο του ποδοσφαίρου, καθώς τα εργαλεία της δικής του οικονομικής πολιτικής ήταν αυτά που επέτρεπαν την εξάπλωση και δημοφιλία του. Αυτό θα γίνεται και όσο το οικονομικό σύστημα είναι το ίδιο με εκείνο του 1890, αποδεικνύοντας ότι δε μπορούν να υπάρξουν σοσιαλιστικές ποδοσφαιρικές νησίδες στον καπιταλισμό.

Η εμφάνιση και ανάπτυξη του γυναικείου ποδοσφαίρου

Ο εκδημοκρατισμός ενός σπορ όμως, που συνέβη de facto από τις μάζες που το αγκάλιασαν, δε θα μπορούσε να είναι ολοκληρωμένος αν δεν αφορούσε ολόκληρη την κοινωνία. Κι αν ένα εμπόδιο που έπρεπε να σπάσει, προκειμένου να μπει δυναμικά στην ιστορία του σπορ η εργατική τάξη, ήταν το ταξικό, ακόμα ένα εμπόδιο, το ίδιο και περισσότερο δύσκολο να ξεπεραστεί, ήταν η πατριαρχική κοινωνία. Η ιστορία της αρχής του γυναικείου ποδοσφαίρου έχει πολλές ομοιότητες με την ανάπτυξη του εργατικού ποδοσφαίρου, ίσως επειδή έγινε με παρόμοια χαρακτηριστικά. Ένα παιχνίδι, προσιτό και ικανό να δημιουργήσει συλλογικές συγκινήσεις, ξεκίνησε να παίζεται από αυτούς που το είχαν ανάγκη. Η επιβολή της τάξης των εκμεταλλευτών, απέναντι σε μια ανάπτυξη ανεξέλεγχτη και αναντίστοιχη με τα δεδομένα της εξουσίας της εποχής, αποτελεί ίσως την απόδειξη του ίδιου μοτίβου, της αδυναμίας να δημιουργηθεί ένα σε βάθος δημοκρατικό σπορ, όσο στην κοινωνία κυριαρχούν οι ξεπερασμένες για τις ανάγκες του λαού σχέσεις εξουσίας, ανεξαρτήτως φύλου.

Η Βικτωριανή εποχή χαρακτηριζόταν από αυστηρούς κοινωνικούς κανόνες, αυστηρότερους για τις γυναίκες που τις περιόριζαν στον ιδιωτικό χώρο του σπιτιού, μακριά από δημόσιες και αθλητικές δραστηριότητες. Δεν είναι λίγες οι αναφορές στον Τύπο της εποχής που περιλαμβάνουν χλευαστικά σχόλια για τις γυναίκες που αποφάσιζαν να αθληθούν. Χαρακτηριστικά είναι τα εν λόγω αποσπάσματα που σκόπευαν να γελοιοποιήσουν τις πρώτες γυναικείες ποδοσφαιρικές ομάδες, που ξεκίνησαν να εμφανίζονται στα τέλη του 19ου αιώνα. Δεν είναι τυχαίο, από την άλλη, ότι υπάρχει χρονική σύμπτωση αυτών των προσπαθειών, με τους αγώνες για τη γυναικεία χειραφέτηση και την πολιτική πάλη για επιμέρους δικαιώματα των γυναικών, όπως το δικαίωμα της ψήφου.

Στο επίκεντρο της κριτικής βρισκόταν πλευρές της γυναικείας συμμετοχής στα σπορ που σήμερα μοιάζουν ευτυχώς ξεπερασμένες. Για παράδειγμα, βασικό κομμάτι του “αποτροπιασμού” αποτελούσε το “απρεπές ντύσιμο”, καθώς η αθλητική περιβολή θεωρούνταν ανάρμοστη για τις γυναίκες. Αυτή δεν ήταν μια απλή οπισθοδρομική αντίληψη της εποχής που εδραζόταν σε μια γενικά οριζόμενη συντηρητικότητα. Είχε να κάνει με την ανάγκη να περιοριστεί η ελευθερία κίνησης των γυναικών, οι οποία σε ένα βαθμό επιτυγχάνονταν και μέσω της βαριάς και άβολης περιβολής. Μάλιστα, είναι χαρακτηριστική η διαμάχη της εποχής για το αν θα έπρεπε να επιτρέπεται στις γυναίκες να κινούνται με ποδήλατο, καθώς πέρα από το γεγονός ότι προσέφερε πιθανές απαγορευμένες σωματικές απολαύσεις, οδηγούσε και στην αναγκαστική έκθεση μέρους του ποδιού τους, κάτι που ήταν ανεπίτρεπτο. Στην ουσία όμως, το πρόβλημα δεν ήταν η έκθεση του ποδιού, ούτε η πέρα από κάθε λογική σύνδεση με τη σεξουαλικότητα, αλλά η ανάγκη να περιοριστεί η γυναίκα, ως ιδιοκτησία, σε όσο το δυνατό μικρότερο χώρο, να μην έχει την ανεξαρτησία να κινηθεί μακριά από το σπίτι της, εκεί που μπορούσε να φτάσει με το ποδήλατο.

Οι πρώτοι γυναικείοι ποδοσφαιρικοί αγώνες καταγράφονται ιστορικά κατά τη δεκαετία του 1890 και συνοδεύονται από σχόλια εφημερίδων που τους χαρακτηρίζουν “θέαμα που παραβιάζει τις αρχές της σεμνότητας”. Ένας αγώνας του 1895, μεταξύ δύο ομάδων που ονομάζονταν “Βόρεια” και “Νότια”, χαρακτηρίστηκε ως συνάντηση “παρατραβηγμένων γυναικών που αγνοούσαν τον φυσικό τους ρόλο”. Εκτός των άλλων, αντιεπιστημονικές αντιλήψεις υποστήριζαν ότι τέτοιου είδους δραστηριότητες θα “αντρικοποιήσουν” τις γυναίκες και θα προκαλέσουν σ’αυτές μόνιμες σωματικές βλάβες, συνδέοντας τις βλάβες αυτές σχεδόν κατ’αποκλειστικότητα με την ικανότητα αναπαραγωγής.

Παρά το χλευασμό από την κυρίαρχη τάξη και μεγάλο μέρος της κοινωνίας, το γυναικείο ποδόσφαιρο δε σταμάτησε να υπάρχει στις αρχές του 20ου αιώνα, κερδίζοντας μάλιστα ολοένα και μεγαλύτερο κοινό. Οι γυναικείοι ποδοσφαιρικοί σύλλογοι ακολουθούσαν τα βήματα που οι εργατικοί σύλλογοι είχαν χαράξει περίπου 50 χρόνια νωρίτερα, δημιουργώντας οπαδική βάση, πολύ πιο γρήγορα μάλιστα από τους ανδρικούς συλλόγους.

Η ενδεκάδα του British Ladies’ Football Club, το 1895

Μία από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες της πρώτης αυτής ανάπτυξης του γυναικείου ποδοσφαίρου ήταν η Nettie Honeyball, με ένα όνομα που μάλλον δεν ήταν το …βαφτιστικό της. Είναι αξιοσημείωτο ότι προκειμένου να αποφύγουν τον κοινωνικό χλευασμό, οι γυναίκες έπαιζαν εκείνη την εποχή ποδόσφαιρο με ψευδώνυμα, τα λεγόμενα noms de football. Η Honeyball, γόνος οικογένειας της μεσαίας τάξης από το Pimlico του Λονδίνου, θεωρείται ιδρύτρια του πρώτου γυναικείου ποδοσφαιρικού συλλόγου, του British Ladies Football Club. Είναι χαρακτηριστικά τα λόγια της σε μία συνέντευξη της εποχής, που αντανακλούν τη συμπόρευση της ανάπτυξης του γυναικείου ποδοσφαίρου με το κοινωνικό αίτημα για τη γυναικεία χειραφέτηση. Έλεγε η Honeyball: “δεν υπάρχει τίποτα γελοίο όσο αφορά το British Ladies’ Football Club. Ίδρυσα το σύλλογο στα τέλη του περασμένου χρόνου, πεπεισμένη για τον σκοπό να αποδείξω στον κόσμο ότι οι γυναίκες δεν είναι τα ‘διακοσμητικά’ και ‘άχρηστα’ πλάσματα που περιγράφουν οι άντρες. Πρέπει να ομολογήσω, οι πεποιθήσεις μου για όλα τα ζητήματα, όπου διάφορες μεριές εμφανίζονται πολωμένες, είναι όλες με την πλευρά της χειραφέτησης και προσμένω την ώρα που οι γυναίκες θα κάθονται στο Κοινοβούλιο και θα έχουν φωνή όσο αφορά τη διαχείριση υποθέσεων, ιδίως αυτών που τις αφορούν περισσότερο.”

Στο σύλλογο που ίδρυσε το 1895 η σουφραζέτα Nettie Honeyball αγωνίστηκε και μία από τις εμβληματικότερες φυσιογνωμίες του γυναικείου ποδοσφαίρου, η Helen Matthews, ενώ μέλος της ομάδας ήταν και η πρώτη μαύρη ποδοσφαιρίστρια, η Emma Clarke.

Φωτογραφία της σύνθεσης του BLFC, με την Emma Clarke, πρώτη στην ιστορία μαύρη ποδοσφαιρίστρια, δεύτερη όρθια από τα αριστερά.

Η μεγάλη ποιοτική αλλαγή όμως, που εκτόξευσε το γυναικείο ποδόσφαιρο, συνέβη με το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι γυναίκες από νοικοκυρές έπρεπε να γίνουν εργάτριες, παίρνοντας τη θέση των ανδρών στη βιομηχανία, τη στιγμή που αυτοί στέλνονταν στα πεδία της μάχης και τα φονικά χαρακώματα. Στα εργοστάσια γεννήθηκε η βάση της συλλογικής συνείδησης και αντίστοιχης οργάνωσης των γυναικών, που ίσως πρώτη φορά βρέθηκαν σε ένα κοινωνικό χώρο που μοιράζονταν το σύνολο της ζωής τους, δηλαδή τις ώρες εργασίας, με επέκταση και τον ελεύθερο χρόνο. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που είχαν ιδρυθεί οι πρώτοι εργοστασιακοί σύλλογοι οι γυναίκες έφτιαξαν τις δικές τους ομάδες, με τη θρυλική Dick, Kerr’s Ladies, που πήρε το όνομα της από το ομώνυμο εργοστάσιο, να αφήνει για πάντα την σφραγίδα της στην ιστορία του αθλήματος.

Ο σύλλογος αυτός ιδρύθηκε σε ένα εργοστάσιο του Preston, της πόλης κοντά στο Μάντσεστερ που είχε γεννήσει και την πρώτη εργατική πρωταθλήτρια ομάδα της Αγγλίας, την Preston North End. Από την ίδρυσή της, το 1917, η γυναικεία ομάδα έκανε άλματα όσο αφορά την αγωνιστική της απόδοση, αλλά και την ικανότητα να εξασφαλίσει τη βιωσιμότητά της και τις περιοδείες της, με αποτέλεσμα η φήμη της να φτάσει σε όλη τη χώρα. Χιλιάδες θεατές συνέρρεαν στα γήπεδα για να την παρακολουθήσουν, είτε από περιέργεια, είτε από πραγματικό θαυμασμό. Κι αν κανείς μπορεί να ισχυριστεί ότι η πτώση του επιπέδου του ανδρικού ποδοσφαίρου, λόγω του πολέμου, έκανε συγκριτικά πιο θελκτικό το θέαμα του γυναικείου σπορ, αυτό σίγουρα δε μπορεί να αιτιολογήσει τη διαρκώς και εκθετικά αυξανόμενη δημοτικότητα της ομάδας μετά το τέλος του πολέμου.

Η ομάδα των Dick, Kerr’s Ladies έχει μάλιστα μια ιστορική πρωτιά στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο. Στις 16 Δεκέμβρη του 1920, ένα βράδυ Πέμπτης, έδωσε τον πρώτο αγώνα στην ιστορία υπό το φως των προβολέων. Την προηγούμενη μέρα, μια σειρά από κιβώτια με αντιαεροπορικούς προβολείς έφτασαν στον σιδηροδρομικό σταθμό του Preston, συγκεντρώνοντας το ενδιαφέρον του τοπικού Τύπου και όχι μόνο, καθώς το Pathé News βρέθηκε επίσης στην πόλη της Βόρειας Αγγλίας προκειμένου να καταγράψει την ιστορική στιγμή. Μπροστά στα μάτια 12,000 θεατών, σε μια κρύα και έναστρη νύχτα, η γυναικεία ομάδα του Preston κέρδισε με σκορ 2-0 το πρώτο νυχτερινό παιχνίδι, συγκεντρώνοντας και 600 λίρες για τους βετεράνους του πολέμου.

Λίγες μέρες αργότερα, όμως, θα ερχόταν η ιστορικότερη στιγμή. Στις 26 Δεκεμβρίου του 1920, οι Dick, Kerr’s Ladies αγωνίστηκαν στο Goodison Park. Από τα τουρνικέ του σταδίου πέρασσαν 53000 άνθρωποι, με 14000 ακόμα να μένουν έξω από το ασφυκτικά γεμάτο γήπεδο. Η θρυλική ομάδα κέρδισε τον αγώνα με σκορ 4-0, έχοντας ως πρωταγωνίστριες τη Lily Parr και την αρχηγό Alice Kell. Το παιχνίδι αυτό θεωρείται ότι ξεπέρασε τα όρια της ανοχής των ποδοσφαιρικών θεσμών, που έφτασαν στο σημείο να φοβούνται ότι το μη ελεγχόμενο από αυτούς γυναικείο παιχνίδι θα γινόταν πιο δημοφιλές από το ανδρικό.

Η θρυλική γυναικεία ομάδα των Dick, Kerr’s Ladies, το 1920

Η Football Association, που καθόλη τη διάρκεια της περιόδου που διεξάγονταν γυναικείοι ποδοσφαιρικοί αγώνες αρνούνταν να τους αναγνωρίσει επίσημα ως κομμάτι της δραστηριότητας του αθλήματος, προσβλέποντας στην αποτυχία του εγχειρήματος, το 1921 έπρεπε να πάρει πιο δραστικά μέτρα για να σταματήσει τη δραστηριότητα αυτή και την επιτυχία της. Έτσι, απαγόρευσε ρητά το γυναικείο ποδόσφαιρο, προειδοποιώντας ότι όποιος σύλλογος βοηθήσει τη διεξαγωγή γυναικείων ποδοσφαιρικών αγώνων, ή παραχωρήσει το γήπεδο του για αυτό το σκοπό, αυτόματα θα αποβληθεί από την Ομοσπονδία. Αυτή η απόφαση αποτέλεσε αποφασιστικό πλήγμα στην ανάπτυξη του γυναικείου ποδοσφαίρου, που δε μπορούσε πλέον να εξασφαλίσει αντίστοιχα υψηλά έσοδα, με αυθόρμητους αγώνες να διεξάγονται άτυπα σε πάρκα και ανοιχτούς χώρους, μέχρι τη λήξη αυτής της απαγόρευσης, το 1969.

Έτσι, σε αντίθεση με το ανδρικό σπορ, που όταν έγινε κτήμα της εργατικής τάξης οι καπιταλιστές φρόντισαν να ξανακάνουν ιδιοκτησία τους, αναπτύσσοντάς το με τους δικούς τους οικονομικούς και πολιτικούς κανόνες, μη μπορώντας να τα βάλουν με την πολυάριθμη εργατική τάξη, στην περίπτωση του γυναικείου ακολούθησαν άλλη τακτική, κατανοώντας ότι η οριστική απαγόρευσή του ήταν εντός των δυνατοτήτων τους. Ακόμα και αυτό το κάστρο θα έπεφτε αργότερα, με το κεφάλαιο σήμερα να αντιμετωπίζει το γυναικείο ποδόσφαιρο όπως ακριβώς και το ανδρικό πριν από περισσότερο από έναν αιώνα.

Η ποδοσφαιρική και κοινωνική κληρονομιά

Το βρετανικό ποδόσφαιρο του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα συμβάδισε με τις κοινωνικές εξελίξεις της εποχής. Στην εξέλιξη του αυτή αναπτύχθηκε, ταξίδεψε και διαδόθηκε σε κάθε γωνιά της μεγάλης Αυτοκρατορίας και έγινε ακόμα πιο αγαπητό στις χώρες που έφταναν τα βρετανικά βαπόρια με τους ναύτες που το κουβαλούσαν ως το περισσότερο εξαγώγιμο πολιτιστικό προϊόν της πατρίδας τους και της ιδιαίτερης λαϊκής τους κουλτούρας. Μέσα στην ιστορία του αυτή αντικατόπτρισε όλες τις μεγάλες ιδεολογικές αντιπαραθέσεις της εποχής: τη βιομηχανική ανάπτυξη των πόλεων, την εμφάνιση της εργατικής τάξης, τη συνειδητοποίηση αυτής ως ξεχωριστής τάξης με δικούς της πολιτικούς στόχους και θέση ως εκμεταλλευόμενη στην καπιταλιστική κοινωνία, τη συγκεντροποίηση του κέρδους μέσω της επέκτασης των διαθέσιμων αγορών, είτε εσωτερικά, είτε και σε άλλες χώρες, καθώς και την ιδεολογική αντιπαράθεση της εξουσίας της ελίτ με τη μάζα των εργατών που πέρα από παραγωγός του πλούτου είναι και αιμοδότης των κοινωνικών φαινομένων που γεννήθηκαν στον νέο καπιταλιστικό κόσμο.

Η φυσιογνωμία του παιχνιδιού άλλαζε κι αυτή, από το άναρχο παιχνίδι της ατομικής προσπάθειας στην εξέλιξη της ποδοσφαιρικής τακτικής, προκαλώντας και τη ριζική αλλαγή του τρόπου παιχνιδιού με την αλλαγή του κανονισμού του offside, το 1925. Οι πρωταγωνιστές του δε φορούσαν πια τις σιδερωμένες στολές των κολλεγίων, αλλά περισσότερο εργατικές φόρμες και τις πρώτες ποδοσφαιρικές φανέλες που είτε παράγγελνε κάποιος εργοστασιάρχης, είτε έφτιαχναν μόνα τους τα ποδοσφαιρικά σωματεία. Τα γήπεδα έγιναν χώροι κοινωνικής επικοινωνίας και οι pubs αναδείχθηκαν σε θεσμό της βρετανικής κοινωνίας, άρρηκτα συνδεδεμένο με τη ζωή της εργατικής τάξης και το ποδόσφαιρο. Το παιχνίδι των gentlemen παιζόταν πλέον από hooligans και αυτή είναι η ταυτότητα μιας ολόκληρης παγκόσμιας φυλής που σήμερα μετράει δισεκατομμύρια μέλη.

Η Βρετανία δε γέννησε απλά το ποδόσφαιρο ως σπορ, το διαμόρφωσε ως κοινωνικό φαινόμενο πριν το εξάγει στον υπόλοιπο κόσμο – γιατί το καθήκον αυτό δεν ανέλαβαν δάσκαλοι και παπάδες, ούτε στρατοί και διοικητές, αλλά οι εργαζόμενες μάζες που αναγνώριζαν σ’αυτό το παιχνίδι τη δική τους ξεχωριστή κουλτούρα.

Η κατανόηση του ποδοσφαίρου απαιτεί την προσεχτική εξέταση της γέννησης και πρώιμης εξέλιξης του στην Αγγλία, γιατί όταν κανείς προστρέχει σ’αυτήν, τότε πολλά από τα επιμέρους σύγχρονα φαινόμενα που το αφορούν αποκτούν πολύ μεγαλύτερο νόημα. Το ίδιο νόημα που αποκτά και η ανάλυση της ταξικής σύγκρουσης όταν μελετά κανείς αυτή την κοινωνία, σ’εκείνη την ίδια εποχή του 19ου αιώνα, της Βιομηχανικής Επανάστασης, της Αυτοκρατορίας, του βιομηχανικού προλεταριάτου, των απαρχών της γυναικείας χειραφέτησης. Κι αν όλα αυτά έχουν τις διαφορετικές λέξεις για να αποκαλούνται σε κάθε γλώσσα, υπάρχει μια αγγλική λέξη, το φουτμπώλ, που την αναγνωρίζουν σε κάθε γωνιά της Γης.